Saturday 4 February 2012

Το ποτάμι













Έσυρα τα ολόχρυσα ποτάμια
απ’ άλλες όχθες τώρα ανατέλλω
όχθες απάνεμες γαλήνιες του θανάτου
κι απ’ άλλες βάρκες σώνω τους χαμένους
κουφάρια πλέουν σα λιόδεντρα στο ημίφως
που γέρνουν τους κορμούς κατά τη δύση
ανατολή και δύση
φως κι εφιάλτης
κι η πονεμένη σιγαλιά μες το ποτάμι
ορμά σα θύελλα του βοριά στην άδεια την ψυχή μου
κι ανασαλεύει τη δροσιά
και την χαμένη νιότη
μα δείτε πια! Είμαι νεκρή! Και χίλια καλοκαίρια
δεν φτάνουν για ν’ αναπληρώσουν
το φως που τότε κλέψατε
όταν σκίσατε στα δύο το νερό
κι αντί για τους χείμαρρους
στείλατε ισχνά ρυάκια να θρέψουν την ψυχή μου
τόσο που την σκοτώσατε
μα η κούφια μέρα εδρεύει
λίγο ακόμα και θα απλωθεί στο στέμμα του ήλιου
σα σκόνη
ή ίσως σαν ύστατη χαρά, νεκρή χαρά, βουλιάζω
μα τ’ ορμητικό ποτάμι της ψυχής
ποτέ δε θα δαμάσετε, ποτέ δε θα στερέψει.


No comments:

Post a Comment