Friday 3 February 2012

Θάνατος ΙΙ












Τα σύννεφα τρέχουν ολόδροσα ψηλά
σπρώχνουν τ’ ανύπαρκτα σώματά τους
πνοές λαχανιασμένες χύνονται απ’ την αιωνιότητα
καλπάζουν σαν αιθέρια άλογα ή σαν το κύμα
σαρώνουν τις μάταιες ελπίδες μου
σύννεφα είναι η ύπαρξή μας
ολόδροση κι αιθέρια σα στάλες απ’ ανθισμένο γεράνι
κυλούν στους ορίζοντες της ευτυχίας
ή της δυστυχίας
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι, μα τ’ αλλοτινά σημάδια;
η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
θαρρώ πως δίκαια
η ομορφιά σου αρκεί για να στρώσει με καταχνιά
τη λύπη
κι έμαθα να σκοτώνω τα φεγγάρια της προκατάληψης
κι έμαθα να εξαφανίζω τις οργισμένες κι ειρωνικές ματιές
των άλλων
κι έμαθα να ζω μες την απάθεια του κόσμου σου
έμαθα πολλά
τόσα που ξέχασα ολότελα τα δικά μου αλλοτινά σημάδια
παρασύρθηκα μακριά απ’ τα σύννεφα
άφησα τις άσπρες τους ανυπαρξίες να με οδηγήσουν
στη χώρα του γέλιου
του κενού άχαρου γέλιου
βουλιάζω μέσα σ’ ασήμαντα σύννεφα
χάνομαι σ’ ασήμαντους προσωπικούς κόσμους
μα είναι ο δικός σου κόσμος σημαντικός;
και ποιος το κρίνει;
Πίσω στα σύννεφα, στη δίνη
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι
και ξέρεις πως θα έκανα τα πάντα για σένα
σχεδόν τα πάντα
να πεθάνω είναι τόσο λίγο
και τόσο εύκολο
σα μια προκατασκευασμένη εντύπωση
αλλά αυτό θα ήταν το αποκορύφωμα της λύπης μου
κι εγώ υποσχέθηκα να μη λυπάμαι
για ιστορίες που γεννήθηκαν νεκρές
και λέω κι εγώ μαζί ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
μα τώρα οι άλλοι αντιδρούν με οργισμένες ματιές
λύσσα και άκρατος θυμός
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;’ φωνάζουν
‘και η χαμένη σου αθωότητα κι οι δύσεις
που βάφτηκαν με το αίμα σου
και οι βροχές που έσμιξαν με τα δάκρυα
και οι πικρές ανταύγειες
του πρόωρου θανάτου σου
και οι κόκκινες λατρείες και τ’ όνομα της μαγείας σου
κι οι συμφορές του κόσμου
κι οι γάτες κι οι κυανές αναλαμπές κι οι πρώτες αμαρτίες
κι η ακολασία του πνεύματος, το όπιο, η απιστία;’
κραυγάζουν σ’ όλες τις γωνιές του δωματίου
τόσο που ακόμα κι ο άνεμος νιώθω ν’ αργοσαλεύει
πάνω απ’ τις βουνοκορφές να σέρνει μελωδίες
καταραμένες, μ’ ονόματα που θέλω να ξεχάσω
σφύζει από μαύρη οργή η άδεια η ψυχή μου
μα δεν μπορώ να ουρλιάξω πια
είμαι τόσο κουρασμένη
ναι είναι αλήθεια
ήταν ένα όμορφο παιχνίδι εντυπώσεων
κι εντυπωσιασμών
μόνο που σ’ εσένα κύλησε σα το νερό της βρύσης
σ’ εμένα είναι χαρακιά – πονά όποτε σκέφτομαι
είναι πληγή βαθιά όλη γεμάτη αλάτι
είσαι λοιπόν σα το βοριά
ζεις μες τις ψευδαισθήσεις
ένα θολό σακί καπνό και όνειρα και αίμα
‘είσαι υπέροχα όμορφος’ μονολογώ
μόνο αυτό ξέρω πλέον
και χίλια φίδια σφυρίζουν μέσα μου
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;’
και κλαιν για το θάνατο της ψυχής μου ουρλιάζοντας
‘και όλα τα μάταια όνειρα, τα φώτα, οι ήχοι
μιας ανόητης τρέλας
κι η ανυπαρξία αιτίας
κι η ματαιότητα
κι ολόφωτες μαύρες διδαχές
κι οι σκόρπιες λέξεις και τα φριχτά παιχνίδια
της φαντασίας
και τα δειλά αγγίγματα
κι η ειρωνεία, η αδυσώπητη τρομερή ειρωνεία;’
Τυφλή πια αλυχτώ γεμάτη οδύνη
‘είσαι υπέροχα όμορφος, είσαι υπέροχα όμορφος,
είσαι υπέροχα όμορφος’
ουρλιάζω μόνη γιατί οι σκιές και οι φωνές έφυγαν
απ’ το δωμάτιο
‘κι ο θάνατος είναι τόσο λίγος για να με κρατήσει
μακριά σου!’
Σιωπή. Βροχή. Χαλάζι. Ήλιος.
Με άφησαν όλοι να στέκομαι ολόρθη
μπροστά στο παράθυρο
δεν μπορώ πια να κλάψω
δεν μπορώ πια να γελάσω
ούτε καν ν’ αρθρώσω λέξη. Πονάω.
Είμαι μόνη. Ήμουν μόνη.
Όχι. Ο θάνατος δεν είναι η σωτηρία. Μόνο ο καιρός.
Είμαι σίγουρη πως μια μέρα
οι φωνές και τα χίλια φίδια θα γυρίσουν
και θα ζεστάνουν πάλι την ψυχή μου.
Έχασα.
Έχασα την αλλοτινή ζωή μου
έχασα την πρόσκαιρη ευτυχία
έχασα δάκρυα κι αίμα – κι είμαι άδεια
μα εσένα δεν σε έχασα ποτέ
δεν σε είχα – δεν θα σε έχω
δεν μπορώ ν’ αγκαλιάσω τον βοριά
και ψιθυρίζω διστακτικά
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
πονάω μα συνεχίζω
‘είσαι υπέροχα όμορφος μα η ομορφιά σου δεν αρκεί
θέλω μια αιτία ύπαρξης
κι εσύ το μόνο που με πότισες
ήταν παρακμή και πόνο κι αποσύνθεση
ακόμα κι η αγνότητά σου ήταν φωτιά και όλεθρος
και στάχτη
μα μόλις έσβησες τα κεριά
έχασα τα αισιόδοξα μονοπάτια – τις πλανεύσεις σου.’
Πονάω όλο και πιο πολύ
μπρος στο ανοιχτό παράθυρο μυρίζω τα γεράνια
πονάω
λένε όλοι ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι
μόνο που ο πόνος μ’ εμποδίζει να ανακαλέσω
την γλυκιά σου όψη
κι ας τραγουδούν οι νεράιδες των βουνών
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
το ξέρω, το αισθάνομαι μα είναι εφιάλτης
αρνήθηκα θεούς και δαίμονες
και το νεκρό ρομαντισμό
αρνήθηκα τα πάντα
ακόμα και τους φίλους – μα αυτοί μαζεύονται στην
ομίχλη και ουρλιάζουν
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι αποσύνθεση
κι η απώλεια της ψυχής σου
αυτός είναι παθητικός οικτρός διαφθορέας
που σε ρουφά στην άβυσσο
μ’ απάθεια κι αδιαφορία.’
Μα εγώ επιμένω ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι η παρακμή;’
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι η αποσύνθεση;’
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι ο θάνατός σου;’
‘Πάψτε! Πάψτε πια!
Τι κι αν τον αρνηθώ
Αφού κάθε φορά που θ’ αντικρίζω τη θάλασσα
θα βλέπω το θάνατο;
Αφού κάθε φορά που θ’ αντικρίζω τα δάση
θα θυμάμαι τα μάτια του;
Αφού κάθε φορά που θ’ αγγίζω τις διδαχές
Θα αντικρίζω τη μοναδική επαφή μας;
Τι κι αν η μαγεία μου ανήκει;
Δεν καταπραΰνει τον πόνο της κενότητας.’
Λευκά κι ανάλαφρα τα σύννεφα κυλάνε
ολόδροσες κι αιθέριες πνοές σα λευκά περιστέρια
μα με το πρώτο φύσημα του αέρα
σκορπίζουν τα σύννεφα, τα δειλά μου όνειρα
χάνονται απ’ τη ζωή
βιάστηκα να κρίνω τον θόλο του ουρανού
πριν γευτώ τα χωμάτινα σάβανα της σάρκας
μα είναι αργά για να γυρίσω στη ζωή
έπρεπε να μάθω να πιστεύω στη φθαρτή ύλη
κι όχι σα κάποιες λευκές γυάλινες διάφανες οπτασίες
κάνει κρύο.



No comments:

Post a Comment