Saturday 25 February 2012

Έρωτας είναι η αιτία


Έρωτας είναι η αιτία
που έχασα ετούτη τη ζωή
σε συζητήσεις ανώφελες την έχασα
και σε κουβαριαστά αισθήματα

κι η ώρα πια περασμένη
κι η πόρτα η μισανοιγμένη…

Αγάπη, η λέξη η εμπορική
κι η φυγή, λένε, αναγκαία
κι η ανάγκη μας ένωσε ξανά
σε λέξεις υπέκφυγες παραδομένοι
χάνουμε ενέργεια
κι εαυτούς.

Η ώρα πια περασμένη
κι η πόρτα η μισάνοιχτη
σε φυγή θέλει να με τρέψει.

Όμως εγώ θα μείνω.

Wednesday 22 February 2012

Γενέθλια ’96












Έφερε η μέρα κύματα του ήλιου απ’ τον βορρά
τα σύννεφα είναι μαύρα, αδιάκοπα, βυθίζονται
η ώρα είναι περασμένη
κι η όμορφη δύση ξανά δεν θα ‘ρθει – έχει πεθάνει
κοίτα τον ήλιο, καθώς βυθίζεται στ’ άχρωμα μάτια τ’ ουρανού
στέκομαι μόνη μου εδώ, και τόσα χρόνια πάνε
κατά τη δύση που δεν ζει
η δύση η πλανεύτρα
μου είχε πει πως άλικα θα είναι τα όνειρά μου
μα προδομένη στέκομαι ανάμεσα σε μάτια
που έχουν το χρώμα τ’ ουρανού, της θάλασσας, τ’ αγέρα
πάγος εισβάλλει στην ψυχή ώσπου την θρυμματίζει
και τα κομμάτια μου σκορπούν σε χίλιες υποσχέσεις
με πρόδωσες δύση κακιά, ποτέ δεν με ζεσταίνεις.

Κοίτα τη γη που θάφτηκε
στ’ ατάραχα νερά του ποταμού
όπου πετάνε οι δειλοί τα όνειρά τους
προτού τα δει η μέρα
ο ήλιος μου έγειρε εκεί που ο χρόνος τρώει το χρόνο
σα πεινασμένο από καιρό σκουλήκι μες τη λάσπη
καθισμένος αντίκρυ
καθρεφτίζοντας το ποτέ
δεν θέλεις τίποτα από μένα
δεν θέλεις τίποτα από μένα.

Έχω τα πάντα μέσα μου
κι εσύ δεν θέλεις τίποτα από μένα.

Friday 17 February 2012

Χωρίς Τίτλο












Η νύχτα τεντώνεται στον ουρανό
η ψυχρή της ανάσα αγγίζει κάθε σπιθαμή 
καθώς τα πλοκάμια της εμποδίζουν
τα γρανάζια του νου
εισχωρώντας στο υποσυνείδητο των σχέσεων

ένα σκυλί γαβγίζει στο χωριό
η ψύχρα ολοένα εντείνεται

τα φώτα λαμπυρίζουν στις πλαγιές
σκυλιά γαβγίζουν στο χωριό

η ποίηση δεν θέλει πίεση
αν τη βιάσεις, φεύγει
μέσα στη ψύχρα του βραδιού χάνεται
πίσω από την πλαγιά
την καταπίνουν άπληστα οι σκύλοι
την καταπίνουν τα γρανάζια τα μηχανοκίνητα.

Α, η ποίηση μόνο στον ήλιο
και στον έρωτα ανθίζει.

Sunday 12 February 2012

Οι κανονικοί άνθρωποι


  Μπήκε βιαστικά στο μπαράκι. Είχε αργήσει να φύγει απ’ τη δουλειά, όπως πάντα αυτές τις μέρες, και προφανώς τον είχε στήσει. Κι ενώ παλαιότερα επιβαλλόταν μια σχετική αργοπορία, απόψε ήταν όλα διαφορετικά. Ήδη από το απόγευμα, στη σύσκεψη, το ήξερε πως θα αργήσει. Το έβλεπε, όταν οι αναθεωρήσεις των προτάσεων τραβούσανε σε μάκρος, όταν η διευθύντρια καλούσε ξανά και ξανά το καλλιτεχνικό τμήμα, για να φέρει εκ νέου δείγματα μακέτας, όταν το διάλειμμα για καφέ πολλαπλασιαζόταν για να ανανεωθεί το ραντεβού της ομάδας σε μισή ωρίτσα, όλα αυτά τα σημάδια, που στα δέκα χρόνια της δουλειάς επαναλαμβάνονταν κάθε φορά που η ομάδα αρνούταν να συντονιστεί, της ψιθύριζαν από τ’ απόγευμα, πως δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα απόψε. Και απόψε έπρεπε να ξεμπερδέψει με κάθε τρόπο για να μην αναγκαστεί να ακυρώσει τη συνάντηση. Αν δεν ερχόταν απόψε εδώ, δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της πως θα δεχόταν να ξαναβρεθούν. Ή ακόμα χειρότερα, δεν ήταν σίγουρη πως εκείνος θα επαναλάμβανε την πρόσκληση.  
  Άνοιξε με κόπο την βαριά ξύλινη πόρτα του μαγαζιού. Η πόρτα αυτή, το είχε ξαναπεί, δεν ήταν η ιδανική είσοδος για μπαρ. Εκτός αν είχε τοποθετηθεί επίτηδες, για να διστάζεις να φύγεις, να αναγκαστείς να πεις στην παρέα ‘όχου καημένε, που να πηγαίνουμε τώρα αλλού, πρέπει να ανοίξουμε και την αναθεματισμένη την πόρτα!’ Σχετικά ατυχής η τοποθέτηση μιας βαριάς πόρτας σε ένα χώρο που μπαινοβγαίνει ο κόσμος, σκέφτηκε, πασχίζοντας να την κρατήσει ανοιχτή για να προλάβει να εισέλθει στο χώρο, πολύ ατυχής η επιλογή ενός τέτοιου κουφώματος, εφόσον αυτός που ξανασκέφτεται να βγει, πιθανότατα να διστάζει και να μπει.
Εκτός αν πηγαίνει εκεί για πρώτη φορά…
  Κατάφερε και μπήκε. Η μουσική, σε ανεκτά επίπεδα. Η βραχνή φωνή της Νίνα Σιμόν, μπερδεμένη με τον απόηχο της πόλης, που με το άνοιγμα της πόρτας, εισέβαλλε στο χώρο. Τον είδε στην άκρη του ξύλινου μπαρ, τον εντόπισε εύκολα μιας κι ήταν ο μοναδικός πελάτης. Ήταν νωρίς και καθημερινή φυσικά. Και έτσι έπρεπε να είναι. Το μαγαζί, σχεδόν άδειο. Όταν έχεις να συζητήσεις, τα μαγαζιά οφείλουν να είναι άδεια και άνετα, σα το σαλόνι του σπιτιού, αλλά έπ’ ουδενί τόσο οικεία όσο το λουτρό ή η κρεβατοκάμαρα. Μια μέση οικειότητα είναι σαφώς επιβεβλημένη, αλλά και μια κάποια διέξοδος, η πόρτα (ακόμα και ετούτη η υπέρβαρη) και ο δημόσιος χώρος εντός και εκτός. Ο δρόμος και η νύχτα, επίσης.
  Όταν έχεις να συζητήσεις, ακόμα και αν ζορίζεσαι, ακόμα κι αν το αναβάλλεις, το ημίφως ενός μπαρ είναι και αυτό επιβεβλημένο. Φτάνουν οι αλήθειες που θα αναγκαστείς ίσως να παραδεχτείς, δεν χρειάζεται να λάμπουν τα μούτρα σου κάτω απ’ το καθαρό φως κάποιας μετα-ταβέρνας, μα ούτε και να αχνοφαίνεσαι, με μοναδική λάμψη τους προβολείς των αυτοκινήτων που προσπερνάνε, παρκαρισμένος, στην άκρη του δρόμου.
  Με μοναδική εξαίρεση το φως του φεγγαριού, όπως σαρωτικά σε καταβάλει, σ’ ένα ξωκλήσι που ατενίζει το παλλόμενο σύμπαν, κάθε άλλο βραδινό φως, πλην του ημίφωτος, διαθλασμένου από λυγερές στήλες καπνού, πλαισιωμένου με ήχους μελαγχολικής τζαζ και φθινοπωρινού ψιλόβροχου, θεωρείται ακατάλληλο για την συζήτηση, όχι απλώς ακατάλληλο, αλλά ίσως και βλαβερό, επιζήμιο ως προς την έκβασή της.
  Τέτοιες ήταν οι σκέψεις που την συντρόφευαν καθώς άφηνε την βαριά πόρτα να κλείσει πίσω της και πλησίασε προς το μέρος του. Λαπτοπ στο ένα χέρι, τσάντα παντός καιρού περασμένη χιαστή, κλειδιά αυτοκινήτου και BlackBerry στο άλλο χέρι, συνδεδεμένο με τ’ αυτιά της. Όλα εκεί. Κι εκείνος, βέβαια, που γύρισε το κεφάλι, την είδε, της χαμογέλασε, ήταν ένα μάλλον εσωτερικό χαμόγελο που εξωτερικά έμοιαζε συμβατικό, κι έπειτα από δευτερόλεπτα επίμονου βλέμματος και ίσως στιγμιαίας αμηχανίας, κατέβηκε απ’ το σκαμπό και την χαιρέτησε, μάλλον τυπικά, φιλώντας την στα δύο μάγουλα.
  Εκείνη ξεφόρτωσε. Το λαπτοπ, τη τσάντα - με κάποιο κόπο ειν’ αλήθεια, το λουρί μπλέχτηκε στα μαλλιά της - τα κλειδιά στη τσάντα, τα ακουστικά και το τηλέφωνο στον πάγκο του μπαρ. Έπειτα σκαρφάλωσε στο διπλανό σκαμπό κι εκείνος επανέκτησε την θέση του. Τον κοίταξε για δευτερόλεπτα και έπειτα από ώριμη σκέψη, απενεργοποίησε το κινητό. Η συζήτηση ετούτη, θα ήταν άδικο να διακοπεί, ακόμα και αν δεν οδηγούσε πουθενά. Και δεν θα οδηγούσε πουθενά, ετούτη ήταν η απόφασή της.  Ούτε θα οδηγούσε πουθενά, ούτε θα διακοπτόταν. Πάει και τελείωσε.
  Έγειρε προς την μεριά του μπάρμαν που δεν έμοιαζε να έχει αντιληφθεί την άφιξή της, παρόλο που σε μια παρέα δύο ατόμων, αν προστεθεί ένας τρίτος, δημιουργείται μια κάποια ισορροπία. Αναγκάστηκε να του γνέψει. Παρήγγειλε ένα τζιν τόνικ για την ίδια κι άλλο ένα για εκείνον, το φευγαλέο της βλέμμα είχε εντοπίσει το σχεδόν άδειο ποτήρι του – ανάθεμα, τόσο πολύ είχε αργήσει!- κι άναψε τσιγάρο.
  Κάποτε, εμφανίστηκαν και τα ποτά, σχετικά γρήγορα, μα εκείνης της φάνηκε αιώνας, καλοσερβιρισμένα και δροσερά και με μια φέτα αγγουράκι, ιδιαιτερότητα του καταστήματος. Και επιτέλους, στράφηκε προς το μέρος του ανθρώπου που ήδη την είχε περιμένει υπομονετικά πίνοντας και καπνίζοντας και αναμένοντας την συζήτηση στην οποία ο ίδιος την είχε προσκαλέσει.
  Όχι πως κι εκείνη δεν το ήθελε. Το ήθελε να μιλήσουν. Ήθελε να του μιλήσει εδώ και καιρό. Μα το ανέβαλλε. Και προσποιούταν πως δεν είχαν πλέον τίποτα να πουν. Κάθε πρωί του μίλαγε. Στο μπάνιο, καθώς πλενόταν ή έχεζε, ξεκίναγε ατέλειωτες προσωπικές συζητήσεις μαζί του, κουβέντες που είχαν ένταση και παλμό, ήξερε τι θα του πει και γνώριζε τις απαντήσεις του, τον γνώριζε καλά. Μα όταν οι κουβέντες κατέληγαν σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις και των δύο, βασικά πιο πολύ σε δικές της εκμυστηρεύσεις, τα λόγια τελείωναν. Απ’ τη μεριά του έπεφτε σιωπή. Βουβαμάρα.
  Στην πραγματικότητα πότε δεν είχανε φτάσει τόσο βαθιά την όποια κουβέντα τους και δεν είχε υλικό για να αναπαράγει. Εκεί κάπου στο μακιγιάζ, λίγο πριν ντυθεί και φύγει για τη δουλειά, τα λόγια έμεναν μετέωρα στην ατμόσφαιρα του λουτρού. Κρέμονταν γύρω της, σύμφωνα και φωνήεντα, διασπασμένα, που δεν κατάφερναν να σχηματίσουν λέξεις. Και η απάντηση στις εκμυστηρεύσεις δεν ερχόταν ποτέ, ούτε για να την ανακουφίσει, μα ούτε και για να την συντρίψει.
  Κάθε πρωί η ίδια συζήτηση. Κάθε πρωί έφευγε για τη δουλειά συνοφρυωμένη και κακοδιάθετη. Γι’ αυτό και είχε δεχτεί να του μιλήσει κανονικά και όχι στη φαντασία της. Για να τελειώνει με το απαίσιο άβολο συναίσθημα του να μην έχει καταφέρει να εξηγηθεί. Της ανικανότητας να επικοινωνήσει.
  Φοβόταν, βέβαια, και ποιος δεν φοβάται. Μα είχε και μια κάποια αγωνία.
Ήθελε να δει τι γίνεται στο τέλος.
  ‘Πως είσαι, Αννούλα;’ τη ρώτησε τελικά, βλέποντάς την χαμένη σε σκέψεις, που εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να κάνει και κάποια άλλη στιγμή, όταν θα οδηγεί ή θα ρεμβάζει και όχι ετούτη εδώ την ώρα, που είχε έρθει να τον συναντήσει.
  Την επεξεργάστηκε. Τι να σκεφτόταν, άραγε; Σκεφτόταν ό,τι είχε συμβεί ή, όπως συνήθως, ο,τιδήποτε εκτός από αυτό που συνέβαινε; Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να ανοίξει το κεφάλι της, για μια στιγμή, και να κοιτάξει μέσα. Όχι στην κυριολεξία, βέβαια. Εκτός αν είναι πολύ θυμωμένος, και τότε διόλου δεν θα τον ενδιέφερε να κοιτάξει, μα να αδειάσει το περιεχόμενο, που προφανώς θα τον είχε βγάλει εκτός εαυτού… 
  ‘Είμαι κουρασμένη, Τάσο.’ του απάντησε εκείνη. ‘Είμαι σχεδόν εξαντλημένη από τη δουλειά, αλλά όπως είναι τα πράγματα, δεν τολμάω να την αφήσω.’
  Ο Τάσος της χαμογέλασε, ανάβοντας τσιγάρο.
  ‘Δεν τολμάς όμως και να την πολύ-διαφημίζεις, όταν σε ρωτάνε, ε; Λες ‘είμαι κουρασμένη’, αντί να πεις, έγινα πρότζεκτ μάνατζερ;’ την πείραξε.
  Η Άννα μούτρωσε.
  ‘Πάντα εξαιρετικά διεισδυτικός, πάντα πέφτεις διάνα στην ουσία των υπεκφυγών μου!’ του κάκιωσε. Ελαφρά.
  Εκείνος μαζεύτηκε, ένιωσε κάπως αμήχανα, ίσως και λίγο άσχημα. Έτριψε τον σβέρκο του με την παλάμη, που ήταν ιδρωμένη, έσκυψε ελαφρά το κεφάλι κι έπαψε να την κοιτά.
  ‘Ε, ναι. Και είδα που οδήγησε η διεισδυτικότητά μου. Αλλά μου βγαίνει, αυθόρμητα, γαμώτο. Το παίρνω πίσω.’
  Η Άννα σήκωσε ερωτηματικά το φρύδι. Η απάντησή του δεν μπόρεσε παρά να την εκπλήξει.
  ‘ Όχι, να το αφήσεις εκεί που είναι. Αλήθεια είναι, αν και ο τρόπος σου μου δίνει στα νεύρα. Ούτε που τολμάω να πω πια σε νέες παρέες πως δουλεύω σε πολυεθνική. Νιώθω πως έτσι και το ξεστομίσω, θα σηκωθούν να με λυντσάρουν!’
  ‘Ιδίως αν αναφέρεις και τις καθαρές αποδοχές’ γέλασε εκείνος και την παρέσυρε στην ευθυμία. Σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε.
  ‘Νέες παρέες;’ τη ρώτησε.
  ‘Τίποτα σπουδαίο, κάποιες φίλες των κοριτσιών…’
  ‘Αχα! Και τι κάνουν οι κορδωμένες φιλενάδες σου;’ ρώτησε εκείνος, επιστρέφοντας το βλέμμα στο ποτήρι, το οποίο έπιασε και ανακίνησε ελαφρά.
  Η Άννα κρατήθηκε για να μην ξαναμουτρώσει και προσπάθησε να διατηρήσει την, πλέον επίπλαστη, ευθυμία.
  ‘Καλά είναι. Χτες τις είδα, μετά τη δουλειά. Πήγαμε για κοκτέιλ στο πρώην Apple.’
  ‘Α, το πρώην Apple. Ακούγεται εξόχως βαρετό.’
Η Άννα γέλασε. Το μούτρωμα εξαφανίστηκε.
  ‘Μα είναι εξόχως βαρετό! Αλλά εκεί γουστάρουν οι κόρες να βρισκόμαστε. Και είναι κοντά στα σπίτια τους, τις βολεύει.’
  ‘Θαυμάζω την αυταπάρνησή σου, κάθε φορά που θυσιάζεσαι για να δεις τις αγαπημένες συμμαθήτριες…τραβιέσαι στα ΒΠ μόνο και μόνο για να τις δεις και να χαρείς με τα συνήθως χαρμόσυνα νέα τους! Πες τα όλα, λοιπόν! Ποια γέννησε, ποια είναι έγκυος, ποιας το SUV πήγε για σέρβις, ποιας η αλλοδαπή έφυγε εσπευσμένα για τη χώρα της, αφήνοντάς την στα κρύα του λουτρού…’
  ‘Αν είναι να συνεχίσεις έτσι όλη τη βραδιά, θα σηκωθώ να φύγω, να το ξέρεις!’ του απάντησε η Άννα, μεταξύ θυμού και γέλιου.
  ‘Α, να και κάτι καινούργιο!’ της πέταξε εκείνος.
  Κανείς δε μίλησε για δευτερόλεπτα. Η Άννα μαζεύτηκε στη θέση της. Ο Τάσος ασχολήθηκε με το ποτό του. Η συζήτηση δεν πήγαινε καλά, μάλλον πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ο Τάσος είχε στο μυαλό του. Ήταν ετοιμόλογος εκεί που έπρεπε να είναι προσεκτικός. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να είναι προσεκτικός. Το είχε αποφασίσει, όταν πήρε το θάρρος να την προσκαλέσει. Το είχε επαναλάβει δεκάδες φορές στον εαυτό του καθώς την περίμενε μόνος στο μπαρ. Είχε υποσχεθεί να βάλει φρένο στις εξυπνάδες και να της μιλήσει ειλικρινά. Και πέρα απ’ αυτό, να της μιλήσει όπως θα έπρεπε. Καλοσυνάτα. Εκείνος, ο κυνικός, ο επαγγελματίας πικρόχολος, καλοσυνάτα! Το είχε αποφασίσει, να αυτολογοκριθεί.
Μα όλα αναποδογύρισαν τη στιγμή που την είδε. Πάντα όλα αναποδογύριζαν όταν εκείνη βρισκότανε στο χώρο. Όταν η ανάσα της ήτανε τόσο κοντά του.
  ‘Είσαι λίγο άδικος και το ξέρεις. Κι εγώ διαφωνώ με το lifestyle τους, αλλά, που να πάρει η οργή, είναι φίλες μου!’ του είπε εκείνη τελικά, χαμηλώνοντας τη φωνή.
  Ο Τάσος έγνεψε καταφατικά. ‘Συγκρατήσου, αγόρι μου’ είπε από μέσα του. Από έξω του αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν άδικος. Η Άννα τον κοιτούσε ακόμα αυστηρά, δεν ήξερε αν υπήρχε λόγος να συνεχίσει να βρίσκεται δίπλα του ή αν είχε έρθει η ώρα να τον αποχαιρετήσει και να επιστρέψει στην ζωή της. Και στις φίλες της.  
  Οι επόμενες κουβέντες του, την κράτησαν λίγο ακόμα στο άνετο σκαμπό και στην αδράνεια.
  ‘Είμαι άδικος, και το ξέρω. Αλλά έχω κερδίσει το δικαίωμα να είμαι άδικος. Ξέρεις πως μεγάλωσα. Ξέρεις από πού προέρχομαι. Εκάλη και μαλακίες και προαστιακή υπνηλία και ατέλειωτες ταβέρνες στη Δροσιά και μπάρμπεκιου δίπλα στη πισίνα. Ξέρεις πόσες μπριζόλες έχω φάει στη ζωή μου;’ της είπε ενοχλημένος και συνέχισε: ‘Ξέρεις πως έχω τη ρετσινιά και πως πάντα με πονάει να βλέπω έξυπνους και ευκατάστατους ανθρώπους να χαραμίζονται με lifestyle σκουπίδια, συσσωρεύοντας αντικείμενα και σχολιάζοντας πρωινάδικα. Το ξόδεμα ενέργειας, δυνατοτήτων και ευκαιριών με χαλάει, το ξέρεις αυτό!’
  ‘Το ξέρω, Τάσο μου, αλλά είναι επιλογή τους. Και δεν μπορώ να μην τις βλέπω, είναι οι πιο παλιές μου φίλες. Και αν θες να ξέρεις, δεν μιλήσαμε για τίποτα από τα παραπάνω ενδιαφέροντα θέματα. Ναι, η Μίκα είναι έγκυος ξανά και είναι χαρούμενη, αλλά οι άλλες δυο δεν είναι και τόσο.’
  ‘Τι συνέβη, τις άγγιξε η κρίση;’
  ‘Ακριβώς αυτό, και κόψε την πλάκα. Και κάτι πέρα από αυτό, θα έλεγα.’
Ο Τάσος άναψε άλλο ένα τσιγάρο.
  ‘Είμαι όλος αυτιά.’ της είπε. ‘Εάν θέλεις να μου πεις, βεβαίως βεβαίως…’ πρόσθεσε.
Η Άννα αναστέναξε. Ήθελε να του πει. Πάντα της άρεσε να του λέει, ακόμα και ανάμεσα στις σαρκαστικές του παρεμβάσεις, ήταν ωραία να του λέει.
  ‘Τι να πρωτοπώ…Για τη Μίκα σου είπα. Είναι τόσο χαρούμενη. Μας έλεγε πόσο λάμπει το σώμα της όταν μένει έγκυος, πόσο φτιάχνει η επιδερμίδα, ακόμα και αφού έχει γεννήσει!
  ‘Ίσως να ακολουθήσεις τη συμβουλή της. Είμαι σίγουρος πως θα εξαφανιστεί εκείνη η ενοχλητική ακμή της περιόδου!’ πετάχτηκε ο Τάσος κι αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα του. Πως θα γινόταν να σταματήσει να πετάγεται, γαμώτο; Πως θα γινόταν να ήτανε καλοσυνάτος;
  Η Άννα τον αγνόησε, ρίχνοντας του το αγαπημένο, υποτιμητικό της βλέμμα.  Συνέχισε σα να μην τον είχε καν ακούσει, παρόλο που τα προσωπικά του σχόλια πάντοτε έφταναν στο στόχο, σ’ εκείνο το ευαίσθητο σημείο της αυτοεκτίμησης.
Ή της έλλειψής της.
  ‘Ο πρωτότοκος, ο Κωνσταντίνος-Φοίβος, έχει γίνει ένας μικρός κύριος.’ είπε.
‘Η Μίκα τον είχε φέρει μαζί, στον καφέ. Φυσικά δεν ήπιε καφέ το μωρό. Αλλά έκαστε με τους μεγάλους και ήπιε τον χυμό του. Είχε πλάκα. Νέο μέλος στην παρέα.’
  ‘Αμάν αυτά τα ονόματα, βρε Αννούλα. Ακούς εκεί Κωνσταντίνος-Φοίβος! Μάλλον η νέα μόδα, ε; Στην εποχή μου, απλώς τα κάναμε αγγλικά. Ο Νίκος, Νικ, ο Αντρέας, Άντυ, ο Βασίλης, Μπίλης και ούτω καθεξής….’ 
  ‘Χα-χα. Πράγματι. Η νέα γενιά εγκαταλείπει τον αγγλοσαξωνισμό. Επιστροφή στη χριστιανοελληνικότητα. Άψογος!’
  ‘Και το νέο μωρό φαντάζομαι θα το βγάλει Μαρία-Ηρώ ή  Ιωάννη-Σοφοκλή…’
Η Άννα δεν κρατιόταν από τα γέλια.
  ‘Κοριτσάκι είναι. Αναστασία-Δάφνη, βασικά…’
  ‘Α, τέ-λει-α! Φαντάζομαι και οι άλλες θα σκαρφιστούν παρόμοια ονόματα, για τα καθ’ όλα περήφανα νιάτα της Πατρίδος…’  
  ‘Άμα κάνουνε ποτέ… Η Νάνσυ προσπαθεί εδώ και δεκαπέντε μήνες να πιάσει παιδί. Και τίποτα.’
  ‘Μήπως είναι ο Γιώργος τζούφιος;’ 
  ‘Τάσο, μιλάω σοβαρά!’
  Εκείνος γέλασε. ‘Μα τι άλλο να απαντήσει κανείς σε ετούτες τις αθλιότητες’, αναρωτήθηκε, αλλά το βούλωσε παραταύτα και άφησε την Άννα να ξετυλίξει τον συλλογισμό της, ή μάλλον την ενημέρωση-κουτσομπολιό.
  ‘Δεν έχουν κάποιο πρόβλημα. Έχουνε κάνει εξετάσεις. Οι γιατροί λένε φταίει το άγχος. Το ίδιο είπε στην Νάνσυ ο ψυχολόγος της, στην συνεδρία τη προηγούμενης βδομάδας. Πως πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται θετικά.’
  ‘Και να ‘σκοτώσει τους γονείς της’, φαντάζομαι!’ κάγχασε ο Τάσος.
  ‘Α, νομίζω, αυτούς τους έχει εκτελέσει εδώ και πέντε- έξη χρόνια. Το τραύμα όμως, αργεί να επουλωθεί. Και οι θετικές επιβεβαιώσεις δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικές.’ απάντησε η Άννα, σκεφτικά.
  ‘Τι μου λες, τώρα! Οι θετικές επιβεβαιώσεις δεν είναι αποτελεσματικές; Θα πρότεινα να σύρει τον τσαρλατάνο τον δόκτορα Τάδε στα δικαστήρια. Οι αποζημιώσεις, απ’ ότι έχω ακούσει, είναι εξόχως αποτελεσματικές. Και θεραπεύουνε και το άγχος!’
  ‘Καλά, κάνε πλάκα εσύ…Αν και δεν έχεις άδικο. Τα χρήματα, όσο και να ‘ναι, ανακουφίζουν, αν με εννοείς. Και οικονομικά, είναι μάλλον ζορισμένοι. Ξέρεις, ο Γιώργος δεν έχει δουλειά, το μεσιτικό πάει κατά διαόλου, ο φόρος ακίνητης περιουσίας τους έχει τσακίσει. Φαντάσου, φέτος δεν πήγανε ούτε μια φορά εξωτερικό! Και μέσα σ’ όλα, δεν μπορούν να πιάσουνε παιδί. Και ένα παιδί, θα ήταν ‘μια κάποια λύσις’.’
  ‘Ε, τώρα, θα αναγκαστώ να διαφωνήσω, καλή μου. Δεν κάνεις παιδί για να σε βγάλει από τα προσωπικά σου προβλήματα, αυτό το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι. ‘Μια κάποια λύσις’ θα ήτανε για τις φαρμακοβιομηχανίες και τους ψυχολόγους που θα το αναλάβουν όταν μεγαλώσει.’ της απάντησε αναστενάζοντας, και πρόσθεσε, με έντονο ύφος: ‘Πόσο με εκνευρίζουν οι άνθρωποι που κάνουν παιδιά για να λύσουν τα ψυχοπαθολογικά τους, δε λέγεται!’
  ‘Συμφωνώ, είναι κάπως λυπηρό αυτό. Και το ίδιο ισχύει για ανθρώπους που θέλουν να κάνουν παιδί για να το μεγαλώσουν όπως δεν μεγάλωσαν οι ίδιοι.’ μουρμούρισε η Άννα. ‘Και τελικά το κάνουν σα τα μούτρα τους και χειρότερα…’
  ‘Αυτό θέλει να κάνει η Λίλα; Σε αυτήν αναφέρεσαι;’
  ‘Η Λίλα… ε, λοιπόν η Λίλα δεν μοιάζει καθόλου στις άλλες δυο, τελικά. Μας είπε πως έχει αρχίσει να βαριέται, τόσα χρόνια παντρεμένη. Ο Νίκος την πιέζει για παιδί, αλλά εκείνη θα προτιμούσε σαφώς να βρει εραστή, από το να μπει στην διαδικασία.’
Ο Τάσος γέλασε.
  ‘Βρε μπράβο τη Λιλούκα, και δεν της φαινόταν! Η πιο ‘σωστή’ απ’ όλες σας, να μη σου πω κι η πιο πετυχημένη… με γάμο, σκέτο κοσμικό γεγονός, γαμπρό κελεπούρι, δεξίωση στο κτήμα τάδε, μήνα του μέλιτος σε εκείνο τον φορολογικό παράδεισο, και τώρα… η μόνη που δεν ακολουθεί τη μόδα των γεννητουριών… Τελικά τη συμπαθώ τη Λίλα…’
  Η Άννα χασκογέλασε.
  ‘Επειδή σκέφτεται να κερατώσει το Νικολάκη; Που την έχει κορώνα στο κεφάλι του, όταν δεν ταξιδεύει ή δεν συσκέπτεται; Τελικά είσαι βρωμόμυαλος…’ τον πείραξε.
  ‘Εδώ που τα λέμε, ο Νικολάκης σίγουρα της τα έχει φορέσει. Τόσα ολονύχτια συμβούλια, τόσες γραμματείς, τόσες επαγγελματικές υποχρεώσεις…και πρέπει να παραδεχτείς πως παίζει το μάτι του…’
  ‘Τουλάχιστον είναι ο μόνος που έχει μια δουλειά που δεν διέρχεται κρίση, και της προσφέρει πλουσιοπάροχα τα προς το ευ ζην. Και η Λίλα είναι η μόνη που δεν θέλει να αναπαραχθεί και να γεμίσει τη μεζονέτα τους με Μαρίες-Αφροδίτες και με Παύλους-Αγησιλάους. Αυτό κι αν είναι άδικο!’
  Ο Τάσος αναγκάστηκε να διαφωνήσει.
  ‘Δεν νομίζω πως είναι άδικο. Δεν νομίζω πως η Λίλα έχει άδικο. Που να φέρεις παιδί στον κόσμο την σήμερον ημέρα! Και, το σημαντικότερο, που να διαπαιδαγωγείς παιδί…Εκεί σε θέλω…’
  Η Άννα τον κοίταξε. Είχε σοβαρέψει και έμοιαζε λίγο στεναχωρημένη.
  ‘Ξέρεις, μετά τη συνάντηση με τις κόρες, μου ήρθε μια σκέψη στο μυαλό. Νομίζω πως οι άνθρωποι που δεν έχουν ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, πρέπει να απαγορεύεται να κάνουνε παιδιά. Διαιωνίζουν τη δυστυχία, την δυσλειτουργία, το τραύμα.’
  Ο Τάσος την κοίταξε μεσα απ’ τον καπνό του τσιγάρου.
  ‘Ο κόσμος θα ήταν αφόρητα ανιαρός αν μόνο οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αναπαράγονταν. Κατ’ αρχάς, δεν θα είχαμε λογοτεχνία. Ούτε μουσική. Ούτε εικαστικούς. Βασικά, δεν θα είχαμε ούτε ηγέτες…’
  ‘Χα. Αστείο… Καλά, μία σκέψη ήτανε…’
Ο Τάσος της χαμογέλασε τρυφερά.
  ‘Την οποία πυροδότησαν οι μητρικές αναζητήσεις των φιλενάδων σου; Ή οι δικές σου; Συμβαίνει κάτι που θα με ενδιέφερε να γνωρίζω;’
  ‘Όχι, βρε Τάσο. Δεν με άφησε κανένας έγκυο. Δεν ξέρω καν αν θα ήθελα να φέρω στον κόσμο ένα παιδί… τουλάχιστον όχι από κάποιον…’
  ‘Από κάποιον…;’
Η Άννα αναστέναξε, και άναψε τσιγάρο.
  ‘Τίποτα, άστο. Πες τα δικά σου νέα. Ποιόν είδες; Κάνατε κανένα live; Βρήκες δουλειά;’
  ‘Συνοπτικά: Όλους όσοι αξίζουν το χρόνο μου. Ναι. Όχι.’
  ‘Και μετά λες εμένα ψωροπερήφανη, επαναστάτη του γλυκού νερού! Όσοι αξίζουν το χρόνο σου! Βλάκα!’ γέλασε η Άννα κι ήπιε την τελευταία γουλιά του τζιν.
Ο πάγος δεν είχε λιώσει, και κουδούνισε χαρμόσυνα στο ποτήρι. Τελικά το είχε πιει κάπως γρήγορα το πρώτο ποτό. Θυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην ξεπεράσει τα τέσσερα απόψε, μα ετούτη η κουβέντα ίσως χρειαζόταν περισσότερο απ’ το σύνηθες καύσιμο για να περατωθεί. Κι ακόμα δεν είχε καν ξεκινήσει. Ακόμα έλεγαν τα νέα τους. Όχι πως ήταν άσχημο να αναφέρονται σε όλα αυτά που είχαν κάνει το τελευταίο διάστημα, μα έμοιαζε σα να κυνηγάνε την ουρά τους γύρω γύρω, σα να επαναλαμβάνουν όλες τους τις χρόνιες διαφωνίες ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να σιγουρευτούν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο από την τελευταία - και μοιραία- φορά που είχαν μιλήσει. Ναι, ετούτη η βραδιά, ετούτη η συζήτηση, που ακόμα ταξίδευε σε γνώριμο έδαφος, χρειαζόταν πολλή δύναμη. Βασικά, χρειαζόταν αλκοόλ. Ακριβώς αυτό, την ευεργετική χαλάρωση των αντιστάσεων. Και του εγωισμού.
  Με μια χαριτωμένη κίνηση έγνεψε στον μπάρμαν για ανεφοδιασμό, που και εξετελέσθη άμεσα, προς μεγάλη της έκπληξη.
  ‘Πες μου λοιπόν τι έκανες όλον αυτό τον καιρό; Ποιοι άξιζαν το χρόνο σου, τα παιδιά του συγκροτήματος και η αθλιότητα του να αυτοσχεδιάζετε μέχρι να πέσετε ξεροί από τις μπύρες;’ του είπε κλείνοντάς του το μάτι.
  ‘Χα. Εκτός από τα ‘παιδιά’ και τις μπύρες, ήρθαν στο στούντιο και τα άλλα παιδιά.’ αντιγύρισε εκείνος.
  ‘Πλήρης ο παιδικός σταθμός…! Για λέγε, ποια παιδιά;’
  ‘Ο Χρήστος και ο Λευτέρης.’
  ‘Βρε βρε…αυτούς τους είχα ξεχάσει. Και τους είχαμε χάσει, βέβαια, για αρκετό καιρό…. Αυτούς τους συμπαθώ, Τάσο, δεν παίζεις σωστά. Αυτοί είναι και δικοί μου φίλοι, δεν μπορώ να τους κράξω…’ γέλασε η Άννα, και βιάστηκε να προσθέσει, με απροσποίητο ενδιαφέρον: ‘Τι έγινε, ξαναβρεθήκατε οι παλιοί συμφοιτητές για να αναπολήσετε τα ωραία χρόνια στο Λονδίνο, που πίνατε μπάφους νυχθημερόν;’
  ‘Κι εσύ κάπου εκεί ήσουνα, αν θυμάμαι καλά…’
  ‘Εγώ ήμουνα στο Μπράιτον, και ναι, λοιπόν, προσποιούμουν κι εγώ πως σπούδαζα…αλλά χωρίς μπάφους!’
  ‘Ναι, καημενούλα, χωρίς μπάφους, μόνο με έκστασι και ασύδοτο κλάμπιγκ!’
  ‘Ο καθένας όπως αγαπάει. Αν και το κλάμπινγκ στο Μπράιτον ήτανε μάλλον θλιβερό. Όταν ανέβαινα στο Λονδίνο γινότανε κόλαση! Θυμάσαι;’
  ‘Θυμάμαι να φεύγεις το απόγευμα και να γυρίζεις το επόμενο απόγευμα ή το απόγευμα της επόμενης βδομάδας, όταν ανέβαινες Λονδίνο…Και αν θέλεις να ξέρεις, καθόλου δεν ενέκρινα εκείνη τη συμπεριφορά…’ σκυθρώπιασε ξαφνικά ο Τάσος.
  ‘Α, ναι; Δεν σε θυμάμαι να ενοχλείσαι, βρε Τάσο. Μόνο όταν άδειαζε η καβάντζα σε θυμάμαι να ξυπνάς και να αρχίζεις τα τηλέφωνα, στη μέση της νύχτας…’ τον πείραξε εκείνη. Ο Τάσος μούτρωσε ακόμα περισσότερο.
  ‘Άστα, Αννούλα…καμιά φορά τα θυμάμαι και απορώ πως καταφέραμε και τελειώσαμε τις σπουδές…πως δεν μείναμε στο ίδιο έτος, ούτε μια φορά!’
Η Άννα γέλασε.
  ‘Ναι, ήταν μεγάλο επίτευγμα, αν σκεφτείς πως με τόσα πάρτι και συναυλίες και αλκοόλ και…χμ…ναρκωτικές ουσίες…καταφέραμε να πάρουμε πτυχία…’ μουρμούρισε εκείνη, χαμογελώντας στον εαυτό της.
  ‘Ήμασταν νέοι, κατ’ αρχάς. Είχαμε άπειρες αντοχές. Και το Λονδίνο δεν σ’ αφήνει ν’ αγιάσεις, όπως και να το κάνουμε…’ είπε εκείνος εύθυμα. ‘Αλλά, κατά ένα παράξενο τρόπο, αν και κωλόπαιδα, δεν θέλαμε να αγνοήσουμε παντελώς το λόγο που βρισκόμασταν εκεί…Θα ήταν και ντροπή να μέναμε στο ίδιο έτος. Εγώ, προσωπικά θα ντρεπόμουν να γυρίσω στην Αθήνα και να ανακοινώσω στους δικούς μου πως πρέπει να επαναλάβω τη χρονιά.’ συμπλήρωσε. 
  ‘Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να επαναλάβω τη χρονιά, Τάσο μου. Δεν είχα ποτέ τα δικά σας λεφτά, αν θυμάσαι. Οι δικοί μου ήταν μονίμως εξαφανισμένοι. Και επανειλημμένα ξεχνούσαν να στείλουνε χρήματα!’ μουρμούρισε η Άννα.
  Ο Τάσος γέλασε πικρά.
  ‘Πως δεν θυμάμαι, ρε Αννούλα. Πως δεν θυμάμαι. Τότε που κινδύνευες να σε πετάξουν έξω απ’ την εστία, γιατί οι κάφροι οι δικοί σου είχανε πάει ταξιδάκι το γύρο της Ευρώπης και σε είχανε γράψει στα παπάρια τους για ένα τρίμηνο…Πώς δεν θυμάμαι…’
  ‘Μη τους λες κάφρους…’
  ‘Καλά. Είναι και μεγάλοι άνθρωποι. Το ‘ανεύθυνοι’ σου κάνει;’
  Η Άννα έγνεψε καταφατικά.
  ‘Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κίνησή σας. Είχατε μαζέψει όλοι λεφτά, κι ο Χρήστος κι ο Λευτέρης κι εσύ και η Μαριλένα, για να πληρώσω την εστία. Θα πρέπει να στερηθήκατε πολλά ναρκωτικά εκείνο το τρίμηνο…’
  ‘Χαζό!’ γέλασε εκείνος. ‘Δεν θα σ’ αφήναμε στο δρόμο! Βασικά ο Χρήστος το είχε προτείνει, απ’ τη στιγμή που κατάλαβε τι εστί ‘οικογένεια της Άννας’. Είχε φρικάρει ο άνθρωπος. Δεν πίστευε πως υπάρχουν άνθρωποι που ξεχνάνε τα παιδιά τους!’
  ‘Ε, ο Χρήστος, και ο Λευτέρης, προέρχονται από πιο νορμάλ οικογένειες. Πιο λαϊκές, αν θέλεις. Δεμένες και τα λοιπά. Με φράγκα, αλλά όχι εξαλλοσύνες. Και με μάνα που μαγειρεύει που και που. Και με πατέρα που δεν λείπει τον μισό χρόνο για δουλειές.’
  ‘Αυτό δεν λέγεται λαϊκή οικογένεια, γλυκιά μου, λέγεται μέση ελληνική οικογένεια.’
  Η Άννα του χαμογέλασε όμορφα.
  ‘Και τώρα ο Χρήστος έχει την δική του οικογένεια…και πολύ χαίρομαι που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Τέτοιοι άνθρωποι, με φυσιολογικές οικογένειες και ευτυχισμένα παιδικά χρόνια οφείλουν να κάνουνε παιδιά. Μου έλειψε ο Χρήστος. Και η Μαριλένα. Σωστοί άνθρωποι.’
  ‘Πράγματι. Υγιείς, θα έλεγα…’ συμφώνησε ο Τάσος.
  ‘Πως τα πάνε με την εταιρεία;’ ρώτησε η Άννα, περισσότερο από ευγένεια, εφόσον υποπτευόταν την απάντηση.
  ‘Πώς να τα πάνε, ρε Αννούλα. Σκατά. Οι κατασκευές έχουνε παγώσει. Τα πάντα έχουνε παγώσει. Πάλι καλά που οι γονείς τους έχουνε πέντε φράγκα στην άκρη, και τους τσοντάρουν…’
  ‘Με ολόκληρη κατασκευαστική εταιρεία, θα πρέπει να είχανε μαζέψει κάτι περισσότερο από ‘πέντε φράγκα’, ρε Τάσο. Αν και, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο πατέρας του Χρήστου δεν είχε εμπλακεί σε δημόσια έργα. Οπότε, ναι έχεις δίκιο. Πέντε φράγκα θα τους έχουνε απομείνει. Μη σου πω και τέσσερα.’ είπε η Άννα, σχεδόν μονολογώντας, και συνέχισε: ‘Ναι, η ερώτηση ήταν άκυρη. Κι ο άλλος, ο νάρκισσος-φιλόσοφός μας; Τι κάνει, πέρα από το να αναλύει την τρέχουσα κατάσταση;’
  ‘Ο Λευτεράκης μας; Τώρα που οι δουλειές είναι ανύπαρκτες, προφανώς η απάντηση είναι: τίποτα. Έπαιζε σε ένα ερασιτεχνικό θίασο το καλοκαίρι, αμισθί φυσικά. Τώρα απλώς παρακολουθεί καθημερινά τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. ‘Το χοντρό παιχνίδι’, έτσι το αποκαλεί όλο αυτό το μπάχαλο. Και, να σου πω την αλήθεια, αυτά που λέει, μπορεί να είναι λίγο θεωρίες συνωμοσίας, αλλά έχουνε βάση.’
  ‘Τι λέει ακριβώς; Πως για όλα φταίνε οι Νεφελίμ;’ τον πείραξε εκείνη.
  ‘Μιλάει για το τέλος της αστικής τάξης. Του έχει γίνει κάτι σαν εμμονή. Μα δεν νομίζω πως έχει άδικο.’ απάντησε ο Τάσος.
  Η Άννα σοβάρεψε.
  ‘Αν έρχεται το τέλος της αστικής τάξης, φαντάσου τι συμβαίνει στους φτωχότερους ανθρώπους. Τάσο μου, όλο και πιο συχνά βλέπω ανθρώπους να ψάχνουνε στα σκουπίδια. Και δεν είναι εκείνοι οι μισότρελοι γέροι που βλέπαμε παλιά, που την κοπάναγαν απ’ το σπίτι τους λόγω άνοιας και τριγύρναγαν στους δρόμους. Βλέπω ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα να ψάχνουν στα σκουπίδια!
  ‘Ο Λευτέρης υποστηρίζει πως σε λίγο θα έρθει και η σειρά μας. Πως θα αναγκαστούμε να επιβιώσουμε με μισθούς Κίνας και με αυξημένη εξαθλίωση, χωρίς πρόνοια και περίθαλψη. Λέει πως το προσδόκιμο ζωής αναγκαστικά θα μειωθεί. Δε λέει μαλακίες. Ενημερώνεται. Είναι όλη μέρα στο ίντερνετ και διαβάζει αναλύσεις.’
  ‘Πολύ το γουστάρω το Λευτεράκι, part-time ηθοποιός, part-time μηχανικός, part-time φιλόσοφος, full-time κοπρόσκυλο.’ είπε εκείνη, χαμογελώντας.
  ‘Γίνεσαι κακιά τώρα. Τι σε πείραξε που δεν έχει ενσωματωθεί στο σύστημα; Στην πλάτη σου τον κουβαλάς; Ή μήπως ζηλεύεις που εσύ δεν μπορείς;’
  Η Άννα φούντωσε.
  ‘Εγώ δεν μπορώ, τι; Να αράζω από σπίτι σε σπίτι κι από μπαρ σε μπαρ και να ‘αναλύω την τρέχουσα κατάσταση’; Ε, όχι, ρε φίλε, δεν μπορώ, κάποιος πρέπει να εργαστεί και να πληρώσει τους κωλοφόρους!’  
  ‘Όπα, ρε Αννούλα, θίξαμε την εργατικότητά σου και υπονοήσαμε πως πληρώνεις την ανεργία των άλλων. Σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν!’ γέλασε ο Τάσος.
  ‘Απλώς ενοχλούμαι με τους ανθρώπους που, ενώ έχουν γνώσεις και δυνατότητες, τις σπαταλάνε από ανασφάλεια και τεμπελιά…όπως ακριβώς εσύ ενοχλείσαι με το lifestyle των νεόπλουτων. Δεν έχω δικαίωμα, δηλαδή, να ενοχληθώ από την παρασιτικότητα και την διανοουμενίστικη-και-καλά νοοτροπία;’
  ‘Δικαίωμα έχεις, σαφώς. Αλλά νομίζω τον κρίνεις πολύ αυστηρά τον Λευτεράκη μας… και δεν το λέω αυτό επειδή είναι φίλος, αλλά επειδή ό,τι έχει πει, τελικά συμβαίνει… Δεν ξέρω γιατί σε ενοχλεί που επέλεξε να αφιερώσει το χρόνο του για να καταλάβει σε τι κόσμο ζούμε, αντί να τρέχει σα το μαλάκα απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά!’ της απάντησε ο Τάσος, κάπως αμυντικά.
  Η Άννα αναστέναξε. Κούνησε το κεφάλι. Άναψε τσιγάρο.
  ‘Κι εγώ δεν ξέρω γιατί με ενοχλεί…αυτό είναι αλήθεια…’ παραδέχτηκε.
  ‘Μήπως επειδή έχει πιάσει το νόημα; Μήπως επειδή είναι ευτυχισμένος με τα ελάχιστα; Λέω τώρα…’ 
  ‘Μήπως επειδή είναι ελεύθερος;’ συμπλήρωσε την ερώτηση η Άννα, ξύνοντας το κεφάλι της. ‘Γαμώτο! Αυτές οι κουβέντες είναι πολύ στενάχωρες!’
  Ο Τάσος της χάιδεψε το μπράτσο.
  ‘Έλα τώρα…μην βουρκώσεις…κρατήσου…’ την κορόιδεψε, με κάποια δόση τρυφερότητας, που τον έφερε σε δύσκολη θέση, εφόσον είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, εκτός από το να μη λέει εξυπνάδες, να μη δείχνει ούτε υπερβολικό συναίσθημα. Ούτε κακούλης, ούτε καλούλης. Σαν δημοσιογράφος του δελτίου των εννιά, σε μια μέρα που το σημαντικότερο νέο είναι ο απεγκλωβισμός γάτας από ψηλό δέντρο με την βοήθεια της πυροσβεστικής. 
  ‘Και τι κάνουν τα παιδιά; Εκτός από το ότι δεν εργάζονται, φυσικά…’  ρώτησε ανάλαφρα η Άννα, και πήγε να προσθέσει ‘να κανονίσουμε κανένα βραδάκι να μαζευτούμε και να φάμε’ αλλά δαγκώθηκε την τελευταία στιγμή, εφόσον είχε αποφασίσει πως τα γεύματα τέτοιου είδους είχανε πια τελειώσει για αυτήν.
  Ο Τάσος ανασήκωσε τους ώμους.
  ‘Ήρθαν προχθές απ’ το στούντιο και τα είπαμε. Αράξαμε, ήπιαμε μπύρες, και η φάση έμοιαζε σαν το τότε, σαν τον παλιό καλό καιρό στο Λονδίνο.’
  ‘Σαν πως, δηλαδή; Μεταεφηβεία, κραιπάλη και κομπασμός για την κραιπάλη της προηγούμενης μέρας; Ξέρεις, το γνωστό: ‘Φιλαράκο, χτες λιώσαμε, που να στα λέω’ ένα πράγμα;’ τον πείραξε η Άννα.
  ‘Όχι. Παρ’ όλες τις οικονομικές δυσχέρειες, παρ’ όλες τις ευθύνες, παρ’ όλα τα προβλήματα υγείας των δικών τους, νιώσαμε ανάλαφροι. Σαν να μη μας νοιάζει τίποτε πέρα από το τώρα…Ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα. Εγώ, προσωπικά, είχα χρόνια να το νιώσω.’ απάντησε ο Τάσος, χαμογελώντας στον εαυτό του.
  ‘Ποιος έχει προβλήματα υγείας;’
  Η Άννα προσπέρασε τον γνώριμο, πλέον, ‘παλιό καλό καιρό στο Λονδίνο’, την τυποποιημένη φράση που άκουγε κάθε φορά που ο Τάσος βρισκόταν με τους συμφοιτητές. Η διαρκής επιστροφή στο τότε, όμως, της έδινε πλέον στα νεύρα, της θύμιζε ηλικιωμένους σε παγκάκια στο πάρκο, που αναπολούσαν τα νιάτα τους, και την εποχή που ‘όλα ήτανε διαφορετικά’. Μόνο που ο Τάσος και τα άλλα παιδιά δεν ήτανε συνταξιούχοι, ήτανε δεν ήτανε τριανταπέντε, δεν είχανε λόγο να επιστρέφουν τόσο συχνά εκεί.
  Σαφώς και προφανώς, τα φοιτητικά τα χρόνια, σε μια πόλη που ‘αν την βαρεθείς, έχεις βαρεθεί και τη ζωή την ίδια’, ήταν η φωτεινή περίοδος της ανεμελιάς, της πρώτης φυγής από το σπίτι και την οικογένεια, της αχαλίνωτης κραιπάλης και εν τέλει, της ενηλικίωσης με τις ευνοϊκότερες των συνθηκών, δηλαδή με τα λεφτά του μπαμπά. Σαφώς και ήταν η εποχή που όλα επιτρέπονταν. 
  Η Άννα όμως ένιωθε πως ετούτη η, σχεδόν εμμονική, αναπόληση τελικά τους εμπόδιζε να ζήσουνε το τώρα, αποτελούσε την όμορφη διέξοδο από το τώρα και τις ευθύνες. Και ποιες ευθύνες, άραγε; Της ενηλικίωσης; Της εργασίας; Της οικογένειας; Η Άννα θα το δεχόταν, αν τα φιλαράκια του Τάσου ήτανε άνθρωποι του μόχθου, φτωχοί και καθ’ όλα αυτοδημιούργητοι. Μα η πραγματικότητα αποδείκνυε το ακριβώς αντίθετο: Ακόμα και τώρα, ολόκληροι άντρες, και ο ένας με δυο παιδιά, στους γονείς τους βασίζονταν για βοήθεια. Ο Χρήστος εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση, κι ο Λευτέρης εισέπραττε κάθε μήνα δυο ενοίκια που του επέτρεπαν να φιλοσοφεί και να κοπροσκυλιάζει. Κι ο Τάσος; Ε αυτός είχε τη μανούλα του… Και την αποζημίωση. Και την αιώνια ερωμένη του, τη μουσική, με έναν πρώτο δίσκο στο ενεργητικό του και μια μπάντα, που, όπως μάθαινε από γνωστούς, είχε αρχίσει να γεμίζει ικανοποιητικά τους συναυλιακούς χώρους….
  Ο Τάσος την έβγαλε από τις σκέψεις, της έλεγε για τον πατέρα του Λευτέρη, που έπαθε έμφραγμα, κι ευτυχώς τη γλίτωσε, για τη μάνα του Χρήστου που ζαλίζεται και που οι γιατροί ακόμα συσκέπτονται για να βρουν τι έχει.
  Η Άννα άκουγε κουνώντας το κεφάλι. Η φθορά, αναπόφευκτη. Και αφάνταστα τρομαχτική, η φθορά των γονιών. Ακόμα και αν δεν ήτανε σωστοί, ακόμα και αν σε έσπρωξαν να εθιστείς στις εβδομαδιαίες συνεδρίες ψυχοθεραπείας, ακόμα κι αν ήτανε η αιτία να μην ωριμάσεις ποτέ για να τους έχεις για πάντα ανάγκη, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε τελικά σημασία μπροστά στην ίδια την φυσική φθορά τους.
  ‘Που χάθηκες;’
  Ο Τάσος τη σκούντηξε ελαφρά στον ώμο. Η Άννα χαμογέλασε, κάπως πικρά, και άναψε τσιγάρο. Γύρισε και τον κοίταξε, έμοιαζε λίγο σοβαρότερος από εκείνη τη μοιραία φορά που είχανε μιλήσει. Της φαινότανε κάπως πιο βαρύς. Τα μάτια του είχανε μια σκιά λύπης που δεν τον πλάκωνε, μάλλον τον δρόσιζε, κι έκανε το βλέμμα βαθύ και διστακτικό. Ενδιαφέρουσα η μεταμόρφωση, μα σαφώς τον προτιμούσε ενθουσιασμένο, να της χαμογελά σαν παιδάκι.
  ‘Εδώ είμαι. Για τη φθορά σκεφτόμουνα.’ του είπε.
  ‘Τη φθορά; Την αρρώστια; Το γήρας; Το αναπόφευκτο; Το ‘Η ζωή τελειώνει’ που είχε πει η Ζαν Μορώ σ’ εκείνη την εκπληκτική ταινία, το ‘Μέχρι το τέλος του κόσμου’; Έτσι είναι, γλυκιά μου. Όλα είναι μέσα στη ζωή. Ακόμα και το τέλος.’
  Η Άννα του κράτησε το χέρι που της χάιδευε τον ώμο και του χαμογέλασε στοργικά.
  ‘Ποιητή μου εσύ…διακειμενικέ μου, μεταμοντέρνε ποιητή… Ναι…Έτσι είναι…’
  ‘Χωρίς πλάκα, όμως, αυτό τον καιρό με απασχόλησε αρκετά η φθορά. Έγραψα άπειρους στίχους και τελικά βγήκε ένα τραγούδι. Το προβάραμε προχθές με τα παιδιά και νομίζω πως κάτι κάναμε. Δεν λέω πως θα γίνει επιτυχία, αλλά εμένα, προσωπικά, με ενθουσίασε. Ο στίχος, αρκετά σκοτεινός, αλλά η κιθάρα του Ηλία και τα ντραμς του Αλέξη ανατρέπουν την μαυρίλα.’ της είπε με ενθουσιασμό, όπως κάθε φορά που μιλούσε για τη δουλειά του, άλλωστε, και συνέχισε: ‘Κάτι σαν αυτό που βγάζουν οι Joy Division ή οι Suede. Ο στίχος λυρικός και απαισιόδοξος, η μουσική θετικά ρυθμική, σα να εξυμνεί τη χαρά της ζωής…’
  Η Άννα ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό της. Κι εκείνη ενθουσιαζόταν να μιλάει για τη μουσική. Σε αυτό, ακόμα ταίριαζαν. Και η αγάπη για τη μουσική ήταν που τους είχε φέρει πιο κοντά, άλλωστε. Η απόλυτη εγκατάλειψη μέσα στη μουσική.
‘Η μουσική σε κάνει ευάλωτο’ της είχε πει όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Δεν είχε ξεχάσει ποτέ τα λόγια του. Η μουσική σε απελευθερώνει απ’ τις συμβάσεις και τις άμυνες. Σε ταξιδεύει. ‘Σε κάνει ευάλωτο’.
  Γύρισε και τον κοίταξε.
  ‘Ενδιαφέρον αυτό που λες.’ του είπε. ‘Αυτοαναίρεση μέσα στο ίδιο κομμάτι. Το να λες τα φοβερότερα πράγματα με τον μελωδικότερο τρόπο. Ναι, αν το έχετε πετύχει, είναι μαγικό. Σχιζοειδές, βέβαια, αλλά παραταύτα, μαγικό. Θα έρθω κάποια στιγμή να σας ακούσω.’
  ‘Το Σάββατο, στην πρόβα να έρθεις. Έχεις να έρθεις πολύ καιρό, καταλαβαίνω βέβαια πως δεν θέλεις, μα έλα για τον χαβαλέ…’ της πρότεινε εκείνος.
  Η Άννα συνέχισε να του χαμογελά.
  ‘Το Σάββατο, λοιπόν, έχει συναυλία ο μπασίστας των Joy Division. Τυχαίο;’
  ‘Θα πας;’
  ‘Έτσι λέω. Θα έρθεις;’
  Ο Τάσος δίστασε για λίγο. Ήθελε να πάει. Ήθελε να πάει μαζί της.
  ‘Έχω πρόβα, σου είπα….’ απάντησε, τελικά.
    Εκείνη γέλασε.
  ‘Καταλαβαίνω πως το συγκρότημα έχει τη μέγιστη αξία για σένα. Και δεν λέω πως δεν είστε καλοί, ίσα-ίσα. Μα έρχεται ο μπασίστας των Joy Division, όχι κανένας τυχαίος…μπορείς, θαρρώ να αναβάλεις την πρόβα για την Κυριακή…!’
  Ο Τάσος όμως έμοιαζε να μην πείθεται από το επιχείρημά της. Όχι. Κατ’ αρχάς, το Σάββατο είναι η μοναδική μέρα που μπορούν όλοι. Και κατά δεύτερο, και ίσως τελικά σημαντικότερο, για μια φορά στη ζωή του, ας της έλεγε κι ένα ‘όχι’. Δεν βλάπτει. Ιδίως όταν δεν έχεις πλέον τίποτα να χάσεις…
  ‘Καλά. Θα πάω με την Φένια και τον Μπίλι. Όπως πάντα, δηλαδή.’ μουρμούρισε η Άννα, ελαφρά δυσαρεστημένη.
  ‘Να μου τους φιλήσεις. Πολύ τους συμπαθώ αυτούς τους δύο. Τους βλέπεις συχνά, δηλαδή; Αυτό εννοείς;’ ρώτησε ο Τάσος εύθυμα, αφ’ ενός γιατί το ‘όχι’ του την δυσαρέστησε και εφ’ ετέρου γιατί η Άννα δεν τον πίεσε, όπως συνήθως, να ενδώσει σε αυτά που εκείνη ήθελε.
  ‘Πήγαμε μαζί στους Pulp και στους Suede. Ναι, γενικά τους βλέπω, είναι οι μόνοι φίλοι με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω μουσικά.’ απάντησε η Άννα, ακόμα μουτρωμένη. ‘Εκτός από εσένα, βέβαια’ πήγε να πει, αλλά κρατήθηκε. Αντί γι αυτό του είπε: ‘Περίμενα να σε δω στις συναυλίες. Δεν σε είδα σε καμία από τις δυο. Προφανώς είχες πρόβα, ε;’
  Ο Τάσος αγνόησε τον σαρκασμό.
  ‘Ο Αλέξης λέει πως η Φένια είναι η ιδανική θαυμάστρια. Θα έκανε τα πάντα για ένα αυτόγραφο και μια φωτογραφία με… σχεδόν όλους τους μουσικούς!’ γέλασε.
  ‘Ο Αλέξης καλό θα ήταν να συγκεντρώνεται στα ντραμς του και να αφήνει τις κακίες, ιδίως για γυναίκες που δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει!’ τον έκοψε η Άννα και συνέχισε: ‘Πάντως κάποιο πρόβλημα έχουνε τα παιδιά του συγκροτήματος, αυτό θα πρέπει να το παραδεχτείς. Ο Αλέξης, ας πούμε, μοιάζει σα να μισεί τις ωραίες γυναίκες. Κι ο Ηλίας, σα να τις ανταγωνίζεται…’
  ‘Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.’ απάντησε ο Τάσος, κάπως επιθετικά.
  ‘Πως δεν καταλαβαίνεις, ρε Τάσο…πως δεν καταλαβαίνεις. Μόλις δούνε μια ωραία και ευτυχισμένη γυναίκα, αμέσως να την μειώσουνε, αμέσως να την πούνε πουτάνα ή χαζή, αμέσως να φουσκώσουνε το εγώ τους και να κρυφτούνε πίσω από τα όργανά τους….που πλάκα-πλάκα, τα χρησιμοποιούν περισσότερο από εκείνα με τα οποία τους έχει προικίσει η φύση…’ απάντησε εκείνη.
  Ο Τάσος καταλάβαινε. Αλλά το να παραδεχτεί αυτό που καταλάβαινε, αυτό θα ήταν κάπως δύσκολο. Το συγκρότημα είναι μια ομάδα. Η ομάδα οφείλει να υποστηρίζεται. Ιδίως όταν μια γυναίκα της επιτίθεται. Ακόμα κι όταν η γυναίκα αυτή είναι η Αννούλα.
  ‘Κι εσένα τι σε κόφτει; Για τη Φένια είπε ο άνθρωπος και δεν το είπε με κακία.’ αμύνθηκε ο Τάσος.
  ‘Για τη Φένια είπε σήμερα. Προχθές έλεγε για την κοπέλα του πληκτρά σας. Και είμαι σίγουρη πως και για μένα έχει πει. Για μένα θα έχει πει πολλά. Και πολύ θα ήθελα να ήξερα τι ακριβώς, έτσι από απλή περιέργεια. Έλεγε πως τα θέλω όλα δικά μου; Πως είμαι εγωίστρια και συγκεντρωτική; Κακομαθημένη;’ τον ρώτησε, αρκετά ενοχλημένη, αλλά και με μια περιπαιχτική διάθεση, με μια κάποια ικανοποίηση που τον έβλεπε να συνοφρυώνεται και να παίρνει αμυντική στάση.
  ‘Ξέρεις πως δεκάρα δεν δίνω για τις απόψεις του Άλεξ ή του Ηλία για τις γκόμενες…σόρρυ…για τις γυναίκες, εννοώ. Ο καθένας έχει τις δικές του εμπειρίες και με αυτές πορεύεται.’ απάντησε.
  ‘Ξέρεις πολύ καλά πως όταν περνάς τη μισή σου ζωή με κάποιους ανθρώπους, δεν είναι δυνατό να μην επηρεαστείς απ’ τις απόψεις τους! Το ξέρεις πολύ καλά αυτό!’ του είπε η Άννα επιθετικά. ‘Και λυπάμαι που το λέω, μα οι φίλοι σου νομίζω πως δεν είναι εντελώς φυσιολογικοί.’
  ‘Ρε Αννούλα, μουσικοί είναι, αυτό έλειπε να είναι και φυσιολογικοί!’ γέλασε ο Τάσος.
  Γέλασε κι εκείνη.
  ‘Απλώς με δυσαρεστεί να μη με συμπαθούν, κα αυτοί οι δύο μου φαίνεται πως με έθαβαν πολύ πίσω απ’ την πλάτη μου. Και χωρίς λόγο!’ μουρμούρισε.
  ‘Σε σχέση με αυτά που έχουν πει για την Έλενα, τα δικά σου είναι απλό αθώο κουτσομπολιό…’ απάντησε ο Τάσος, που άρχισε να δυσαρεστείται απ’ την τροπή της συζήτησης, που εξ’ άλλου, την είχανε κάνει χίλιες φορές.
  Της είχε επανειλημμένα εξηγήσει πως δεν υπήρχε λόγος να ανταγωνίζεται τα φιλαράκια απ’ το συγκρότημα, πως η επαφή τους ήτανε σε άλλο επίπεδο απ’ τη δική τους, πως δεν έκαναν διαγωνισμό φιλίας. Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Καμιά φορά χαιρότανε τον Άλεξ και τον Ηλία, που είχανε για ερωμένη τους τη μουσική, άντε το πολύ-πολύ και κάποια εξωπραγματική γκόμενα που ούτε στα όνειρά τους δεν θα κατάφερναν να πηδήξουν, σαν εμμονή ή σαν έμπνευση μες το κεφάλι τους.
Εντάξει, το παίζανε λίγο σούπερ σταρ, προσποιούνταν πως ήτανε πολύ ταλαντούχοι για να αφοσιωθούνε μόνο σε μια γυναίκα, με αποτέλεσμα να μην έχουνε τελικά καμία, φοβόντουσαν λίγο την δέσμευση, ήτανε κάπως πικρόχολοι με τις γκόμενες των άλλων. Αλλά τους αγαπούσε. Ήταν συνάδελφοι. Έκαναν κάτι σημαντικό μαζί. Και η Αννούλα, το χαβά της…ακόμα και τώρα, που δεν είχε δικαίωμα να μιλά, εκεί, να επιμένει να διασπάσει την ομάδα…
  Μα η Άννα είχε πάψει να μιλά. Η γκρίνια είχε επιτέλους σταματήσει. Και όχι μόνο αυτό. Είχε αλλάξει ύφος. Η έκπληξη, παρέα με την ανασφάλεια, εμφανίστηκε και στρογγυλοκάθισε στο όμορφο μουτράκι της, που έπαψε να έχει την έκφραση του ξερόλα και του νικητή και απέκτησε εκείνον τον ιδιαίτερο πόνο που επιφέρει η ζήλια.
  ‘Η Έλενα…;’ ψέλλισε. Η φωνή της ίσα που ακούστηκε. ‘Πότε την είδες;’
  Ο Τάσος ήπιε μια γουλιά, την τελευταία γουλιά από το τζιν του, και έγνεψε στον μπάρμαν να φέρει άλλη μια γύρα.
  ‘Πέρασε την προηγούμενη βδομάδα από το στούντιο.’ είπε αδιάφορα, και δεν έδωσε άλλες πληροφορίες, έτσι, για να την πικάρει ακόμα περισσότερο.
Εφόσον η Έλενα ακόμα την ενοχλούσε – έλεος, μετά από τόσα χρόνια – θα την ανέφερε λίγο ακόμα. Έτσι, για να της δείξει πόσο άσχημο είναι να κράζεις τους φίλους τους άλλου.
  ‘Και;’
  Η Άννα ένιωσε άσχημα και επίσης, ήξερε πως φαινόταν πως ένιωθε άσχημα.
  ‘Και…τίποτα. Τα είπαμε. Βγήκαμε για φαγητό όταν τελείωσε η πρόβα.’
  ‘Με τα παιδιά;’
  Ο Τάσος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
  ‘Οι δύο μας….’
  Η Άννα ξεροκατάπιε. Το νέο τζιν τόνικ εμφανίστηκε μπροστά της κι έσπευσε να πιει τρεις απανωτές γουλιές.
  ‘Μάλιστα.’ είπε. ‘Και τι κάνει η αγαπητή Έλενα; Μοιραία και αυτοκαταστροφική, όπως πάντα;’
  ‘Ε, μερικά πράγματα, ακόμα και να θέλουμε, δεν αλλάζουν δραματικά, απάντησε ο Τάσος, επίτηδες σε εύθυμο τόνο. Ακόμα δεν την είχε συγχωρήσει.
  ‘Όχι πως θα μπορούσα να φανταστώ την Έλενα να αλλάζει, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Θα ήταν πολύ απογοητευτικό να την έβλεπα να νοικοκυρεύεται…Θα ήταν σαν όλα αυτά που έχω ζήσει μαζί της να ακυρώνονται, σαν να με προδίδει, σαν να προδίδει αυτό που είχαμε τότε…’ συμπλήρωσε, χαμογελώντας.
  ‘Αυτό που είχατε τότε σε έφερε στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης, αν θυμάμαι καλά…’ είπε η Άννα σιγανά. Η ζήλια στο βλέμμα ήταν ακόμα εκεί, μα έδινε τη θέση της σταδιακά σε κάτι εντονότερο, βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.
  ‘Ναι. Αυτό είναι αλήθεια.’ έσπευσε να συμφωνήσει εκείνος. ‘Απίστευτη γυναίκα, ζούσα μόνο και μόνο για να την αφήνω να με βασανίζει, να με παίρνει και μετά να με πετάει, μέχρι να με ξαναπάρει πίσω…Αρρώστια…’ 
  ‘Αυτός ο τύπος ανθρώπου λέγεται ναρκισσιστής, Τάσο. Είναι ψυχική διαταραχή ο ναρκισσισμός. Η Έλενα δεν έχει αισθήματα και αγάπη για κανέναν, πέρα από τον εαυτό της. Κοιτάει τους ανθρώπους μόνο και μόνο για να θαυμάσει την αντανάκλαση της στα μάτια τους.’ 
  ‘Καμία φορά αναρωτιέμαι αν τελικά αγαπάει τον ίδιο της τον εαυτό…’ μουρμούρισε ο Τάσος. ‘Είμαι σίγουρος πως θαυμάζει τον εαυτό της, είναι πανέμορφη, έχει θράσος, απλώνει το χέρι και παίρνει ότι θέλει, το χρησιμοποιεί και το πετάει, και πάει παρακάτω… αλλά δεν ικανοποιείται ποτέ… σαν να είναι εθισμένη στο πανέμορφο εγώ της, το οποίο, όσα και όσους και να αποχτήσει, ποτέ δεν την γεμίζει…’
  ‘Είναι εθισμένη στο αλκοόλ, πέρα από το εγώ της. Και σε πόσα άλλα. Και αυτό που με έκανε πάντα να την απεχθάνομαι, είναι πως είχε τη δύναμη να παρασέρνει τους ανθρώπους στον εθισμό της, όποιος και να είναι αυτός. Είχε μια δύναμη σαρωτική. Σε θυμάμαι Τάσο, σε θυμάμαι όταν σε γνώρισα. Σα να σε είχε ρουφήξει. Σα να είχε ρουφήξει τη χαρά από μέσα σου…’
  Εκείνος της χαμογέλασε.
  ‘Ήμουν τόσο γοητευτικός, λοιπόν, όταν με πρωτογνώρισες….ε; Ένα ερείπιο…Γι’ αυτό και έσπευσες να κάνεις αυτό που ήξερες να κάνεις καλά, να με πάρεις κάτω από τις προστατευτικές σου φτερούγες. Έτσι δεν είναι, καλή μου Άννα; Γι’ αυτό δεν έσπευσες να μου συμπαρασταθείς και να παίξεις το ρόλο του σωτήρα; Επειδή, όπως σου είχα πει και πριν φύγεις, ψάχνεις ανθρώπους για να φροντίσεις, ερείπια, σαν κι εμένα και σαν τη φίλη σου τη Μαίρη, για να νιώσεις εσύ δυνατή και χρήσιμη και ανώτερη. Επειδή, μαζεύοντας ερείπια, φροντίζοντας ερείπια, φτιάχνεσαι εσύ η ίδια!’    
  Η Άννα τινάχτηκε. Περίμενε ετούτη τη στιγμή να έρθει, την ανέμενε όλο το βράδυ. Περίμενε πως η συζήτηση θα έφτανε στο σημείο μηδέν, στο λόγο για τον οποίο συναντήθηκαν απόψε. Η αμεσότητα του Τάσου, όμως, την τάραξε. Περίμενε να έρθει η ώρα που θα μιλήσουνε για το γιατί, αλλά δεν την περίμενε έτσι, να σκάσει ξαφνικά. Ούτε κι η ίδια ήξερε τελικά τι περίμενε…Λες και αν της έλεγε τις ίδιες κουβέντες με το γάντι, θα άλλαζε η ουσία τους, θα άλλαζε ο λόγος για τον οποίο είχανε μαλώσει.
  ‘Είσαι άδικος όταν το λες αυτό. Ήσουν άδικος όταν το είχες πει και συνεχίζεις να είσαι!’ του είπε, υψώνοντας ελαφρά τη φωνή.
  Ο Τάσος σταμάτησε να χαμογελά.
  ‘Αν δεν είχα δίκιο, δεν θα είχες σηκωθεί να φύγεις, Άννα. Θα είχες γελάσει και θα το είχες ξεπεράσει. Το ότι μια απλή κουβέντα σε θύμωσε τόσο, ώστε να τραπείς σε φυγή, σημαίνει πως ήταν η αλήθεια!’
  ‘Δεν ξέρεις τι λες…’ μουρμούρισε η Άννα. ‘Δεν έχεις ιδέα πως είναι…’
  ‘Ξέρω μόνο αυτό που βλέπω. Και αυτό που νιώθω. Και έβλεπα τι συνέβαινε με τη φίλη σου τη Μαίρη. Που, σύμφωνοι, είχε προβλήματα, αλλά ήταν δικά της προβλήματα, και αν την είχες αφήσει λίγο λάσκα, ίσως και να είχε βρει τη λύση.’ απάντησε ο Τάσος, φανερά στεναχωρημένος.
  Είχε έρθει η ώρα να ξαναπιάσουνε το θέμα που τους είχε διασπάσει, μα αυτό πλέον τον δυσαρεστούσε. Δεν είχε αλλάξει γνώμη, πίστευε τώρα αυτά που πίστευε και τότε. Μα ήτανε δύσκολο, όπως και να το κάνουμε. Τέτοιες κουβέντες, που αποκαλύπτουνε άγνωστες πλευρές, τρομερές και δυσλειτουργικές πλευρές του άλλου, εκείνου του ανθρώπου που νόμιζες πως ήξερες απ’ έξω κι ανακατωτά, οδηγούνε σε  διαπιστώσεις άβολες και στενάχωρες.
  Και ενισχύουν την πεποίθηση πως κανείς δεν γνωρίζει τον άλλο πραγματικά. 
  ‘Δεν καταλαβαίνω που το πας’ προσπάθησε να αμυνθεί η Άννα. ‘Τους φίλους μας τους βοηθάμε όταν έχουνε ανάγκη. Πόσες φορές δεν σηκώθηκες στη μέση της νύχτας για να μαζέψεις κάποιον από τους μεθυσμένους φίλους σου…πόσες φορές δεν έτρεξες…και μετά με κατηγορείς πως βοήθησα μια φίλη… Δεν καταλαβαίνω. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω.’
  Ο Τάσος αναστέναξε.
  ‘Δεν θέλεις να καταλάβεις. Αλλά, χαζή δεν είσαι. Τι, λοιπόν, δεν καταλαβαίνεις; Δεν κατάλαβες ποτέ πως η Μαιρούλα κρεμόταν από πάνω σου, για να της δώσεις εσύ λύσεις σε δικά της, προσωπικά θέματα; Να σε ρωτήσω κάτι, εφόσον δεν καταλαβαίνεις; Πόσες φορές έτρεξες για καφέ και κουβεντούλα στο σπίτι της Μαιρούλας, πόσες φορές άλλαξες το πρόγραμμά σου επειδή η Μαιρούλα θα ήταν στην τάδε ταβέρνα, πόσες φορές την πήρες τηλέφωνο και δεν το σήκωνε και δεν σε πήρε πίσω, παρά μια βδομάδα αργότερα, πόσες φορές ενώ είχατε κανονίσει να βρεθείτε, δηλαδή να περάσεις απ’ το σπίτι της, την είχε πάρει ο ύπνος. Πόσες φορές;’
  Η Άννα δεν μίλησε. Λούφαξε στη θέση της και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Τάσος συνέχισε, τώρα ο εκνευρισμός του είχε μετατραπεί σε θυμό.
  ‘Μια και ήπιες το αμίλητο νερό, να σου πω εγώ. Όλες τις φορές, Άννα. Όλες! Και να ρωτήσω πόσες φορές ήρθε η Μαίρη σπίτι, πόσες φορές την παρακάλεσες να πάτε σινεμά και ήταν σε κατάθλιψη, πόσες φορές της είπες πως χρειάζεσαι να μιλήσεις σε κάποιον και πάλι ήταν σε κατάθλιψη;’
  ‘Το λες και μόνος σου, Τάσο. Ήταν σε κατάθλιψη.’ είπε η Άννα τελικά. Αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε ιδιαίτερα πειστική. Ούτε σ’ εκείνη την ίδια.
  ‘Η Μαίρη δεν ήταν σε κατάθλιψη, καλή μου. Εσύ ήσουν. Η Μαίρη απλώς ήταν τεμπέλα και είχε μάθει να κάνει ό,τι γουστάρει, όποτε γουστάρει και λογαριασμό να μη δίνει. Και εν πάση περιπτώσει, στα τέτοια μου, τι έκανε η Μαίρη. Εσύ τι κέρδιζες από μια φιλία στην οποία μόνο έτρεχες και πρόσφερες και δεν υπήρχε ανταπόκριση στο βαθμό που επιβάλλεται από την ίδια την έννοια της φιλίας; Εμένα αυτό με ενδιαφέρει. Αυτό με εξόργισε. Αυτό με έκανε να πω αυτά που είπα, τότε, και να συνεχίζω να τα λέω τώρα. Εσύ τι κέρδιζες;’
  Η Άννα ένιωθε σα τη βρεγμένη γάτα. Ήθελε να βυθιστεί στο μπαρ, να ανοίξει το σκαμπό και να την ρουφήξει. Να χαθεί από τα μάτια του, που τώρα έλαμπαν.
  ‘Δεν μου είναι εύκολο να παραδεχτώ κάποια πράγματα, ιδίως πράγματα που δεν είναι ωραία, Τάσο’ είπε τελικά, με φωνή που ίσα που ακουγόταν.
  ‘Αυτό που δεν έχεις καταλάβει, Αννούλα, είναι πως οι άνθρωποι που επιλέγουν να είναι μαζί, δεν είναι μόνο για τα ωραία. Είναι για όλα. Οι άνθρωποι δεν έχουνε μόνο ωραίες πλευρές. Έχουνε και άσχημες. Έχουνε και ανασφάλειες. Και ελαττώματα. Και ζόρια. Κι εσύ τα κρύβεις όλα αυτά κάτω απ’ το χαλί, γαμώ τον καθωσπρεπισμό σου! Αλλά δε κρύβονται, Αννούλα. Είναι εκεί. Όλοι τα βλέπουμε. Μόνο εσύ κλείνεις τα μάτια!’
  Ο Τάσος ήπιε μια γουλιά απ’ το τζιν. Άναψε τσιγάρο. Δεν του άρεσε να της μιλάει έτσι, δεν ήθελε να της μιλάει έτσι. Μα δεν μπορούσε και να την βλέπει να κοροϊδεύει τον εαυτό της.  Συνέχισε να καπνίζει νευρικά, προσπάθησε να κυριαρχήσει στο θυμό του. Δεν ήθελε να την τρομάξει, ούτε να την πιέσει. Αν και πολύ θα ήθελε να την πιάσει απ’ τους ώμους και να την ταρακουνήσει μέχρι να πάει το μυαλό στη θέση του, απλά ακούμπησε τους αγκώνες του τον πάγκο του μπαρ, ασχολήθηκε με το κάπνισμα και το ποτό, χωρίς να την αφήνει από τα μάτια του. Φύσηξε τον καπνό πάνω απ’ τα κεφάλια τους και περίμενε. Την έβλεπε αμήχανη και μπερδεμένη και ήθελε να την αγκαλιάσει, μα συγκρατήθηκε. Κάπνιζε και περίμενε.
  Η Άννα έπαιζε ασυναίσθητα με τις μπούκλες των μαλλιών της. Δεν τον κοιτούσε πλέον. Προσπαθούσε να εστιάσει κάπου ουδέτερα, στη διάθλαση των μπουκαλιών μέσα απ’ το ποτό της. Στη διάθλαση του πραγματικού. Ναι, κάτι τέτοιο ήταν. Και πολλά ακόμα, που πολύ ζοριζόταν να τα εκμυστηρευθεί στον Τάσο. Ιδίως σ’ εκείνον.
Τελικά, αποφάσισε να μιλήσει. Η φωνή, κάπως βραχνή, κι αφάνταστα διστακτική.
  ‘Με την Μαίρη ήταν σα να είχα βρει ένα σκοπό, να τη βοηθήσω να βγει από εκεί που ήταν, από το σκοτεινό μέρος που βρισκόταν.’ του είπε. ‘Κι η Μαίρη δεν ήθελε να βγει. Νόμιζα πως ήθελε, θεώρησα πως αυτό ήταν το προφανές, μα έκανα λάθος. Της άρεσε εκεί που ήτανε.’
  ‘Κι εσύ γιατί είχες κάνει σκοπό της ζωής σου να σώσεις κάποιον που δεν θέλει να σωθεί, Άννα; Γιατί; Έλα, ευκολάκι είναι, το ξέρεις!’ της είπε τρυφερά ο Τάσος, προσπαθώντας να αλαφρύνει το μεταξύ τους κλίμα.
  ‘Για να κάνω, όπως πάντα, μια τρύπα στο νερό, φαντάζομαι.’ απάντησε εκείνη τελικά. Αναστέναξε.
  ‘Ακριβώς. Για να αποτύχεις άλλη μια φορά, με άλλη μια παράξενη φιλενάδα. Που με έκανε να εκτιμήσω απόλυτα τις κορδωμένες σου συμμαθήτριες. Εκεί νιώθεις ασφαλής, Άννα. Με τη Μαιρούλα ήσουν πωρωμένη. Κυνηγούσες ένα φάντασμα.’
  Εκείνη του χαμογέλασε λυπημένα.
 ‘Ξέρεις πως μεγάλωσα’ του είπε, μετά από αρκετά λεπτά. ‘Ξέρεις πως είναι η οικογένειά μου.’
  Ο Τάσος έσκασε ένα χαμόγελο.
  ‘Ναι. Σκορποχώρι!’
  Η Άννα έγνεψε καταφατικά.
  ‘Και πέρα απ’ αυτό… η οικογένειά μου δεν πίστευε στην οικογένεια. Στην ουσία οι γονείς μου χλευάζανε τα κανονικά ζευγάρια, με τις κανονικές ζωές και τα κανονικά παιδιά. Θυμάσαι εκείνο το Πάσχα στις Σπέτσες, ε;’
  Ο Τάσος έγνεψε καταφατικά. Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα; Ξεχνιέται τέτοια τρέλα;
  ‘Η μαμά μου ήτανε πάντοτε φευγάτη’ συνέχισε η Άννα, σα να μονολογεί. ‘Και ακόμα είναι, απλώς αυτούς τους μήνες έτυχε να είναι στο σπίτι. Ως φυσική παρουσία, δηλαδή. Γιατί το μυαλό της είναι αλλού…’
  ‘Σου έχω ξαναπεί τι γνώμη έχω για τη μάνα σου. Και δεν σου άρεσε, θυμάμαι. Τότε το έπαιζες καλή κόρη και την δικαιολογούσες. Δεν είναι φυσιολογική μάνα, αυτή. Και ακόμα κι αν σηκωθείς και φύγεις με δάκρυα στα μάτια, θα συνεχίσω να το λέω, όσο ζω.’ της είπε εκείνος αυστηρά.
  Η Άννα κούνησε το κεφάλι.
  ‘Όχι, όχι δεν θα σηκωθώ να φύγω, με δάκρυα στα μάτια. Όχι πριν σου εξηγήσω, δηλαδή, και πριν σε πείσω πως η φάση με την Μαίρη καμία σχέση δεν είχε με εσένα. Μετά θα φύγω βέβαια, γιατί θα τα έχουμε πει όλα!’
  ‘Να κάνεις ό,τι θέλεις. Κανείς δεν σε κρατάει. Ό,τι σε φωτίσει ο θεός!’ της είπε απότομα, μα αμέσως μαζεύτηκε γιατί την είδε πολύ λυπημένη. Άπλωσε το χέρι, της χάιδεψε τα μαλλιά, πέρασε το δάχτυλο ανάμεσα στις μπούκλες της, έπειτα τραβήχτηκε ξανά.
  ‘Έλα, πες μου. Δεν θα ξαναμιλήσω. Πες μου!’ την παρότρυνε.
 Η Άννα άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά. Το στόμα της στεγνό. Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό της. Και έστρεψε το κεφάλι μέχρι να συναντήσει το βλέμμα του. Έβαλε όλο της το θάρρος σε ετούτη την κίνηση. Και κλειδώθηκε εκεί. Στο βλέμμα του, που δεν ήτανε πλέον ούτε περιπαιχτικό, ούτε θυμωμένο, ούτε κριτικό, ούτε χαρούμενο.
  ‘Σκέφτηκα πολύ όλο αυτό το διάστημα. Τις νύχτες δεν κοιμόμουνα και προσπαθούσα να σκεφτώ τι είχε γίνει. Γιατί αφέθηκα να παρασυρθώ σε μια φιλία που δεν ήτανε φιλία. Γιατί αφέθηκα να εγκαταλείψω έναν έρωτα που ήταν έρωτας.’ είπε σιγανά κι ο Τάσος κρατήθηκε να μην της αγγίξει το μάγουλο, που έμοιαζε να μουσκεύει από τα δάκρυα.
  Η Άννα πήρε μια ανάσα. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε σιωπηλά.
  ‘Νομίζω πως έτσι είχα μάθει από το σπίτι μου και αυτό έκανα κι εγώ. Θυμήθηκα και άλλες φίλες απ’ το σχολείο, που τους έκανα πάντα τα χατίρια. Και άλλους άντρες που τους εγκατέλειψα. Και κατάλαβα πως έτσι είχα μάθει να φέρομαι, να κυνηγάω αυτό που δεν μπορώ να έχω και να προσπαθώ να το κρατάω με παρακάλια και με δώρα. Και να μην μπλέκω σε κανονικές σχέσεις, γιατί οι κανονικές σχέσεις είναι για τους κανονικούς ανθρώπους, και η μαμά μου χλευάζει τους κανονικούς ανθρώπους, και η μαμά μου δεν είναι ποτέ δίπλα μου, παρά μόνο αν είμαι καλό κορίτσι.’
  Η φωνή της έσπασε. Δεν πήρε το βλέμμα της απ’ το δικό του, μα τώρα είχε θολώσει από τα δάκρυα και δεν τον καλόβλεπε. Έκλεισε τα μάτια. Ο Τάσος σηκώθηκε και την αγκάλιασε. Τον κράτησε κι εκείνη. Αφέθηκε στην μυρωδιά του σβέρκου του, στο άρωμα και το σαμπουάν και στο μαλακτικό του πουκάμισου και στην ζεστή σάρκα του προσώπου και στα χέρια του που την έσφιγγαν στο στήθος του και στα χείλη που ακούμπαγαν στ’ αυτί της και στην φωνή του που της έλεγε πως δεν υπάρχουν κανονικοί άνθρωποι, αλλά απλά, άνθρωποι.
  Όταν την άφησε τελικά, ζήτησε απ’ τον μπάρμαν χαρτοπετσέτες και της σκούπισε τα μάγουλα. Έκαστε δίπλα της και άναψε τσιγάρο. Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της. Την φύσηξε στην χαρτοπετσέτα. Και έγνεψε στον μπάρμαν να φέρει ακόμα δυο ποτά.
  ‘Μου έλειψες’ της είπε ο Τάσος στοργικά.
  Εκείνη δεν μιλούσε, μόνο τον κοίταγε, βαθιά μέσα στα μάτια. Ούτε που ένιωθε τον χώρο και τον χρόνο, πλέον. Μόνο εκείνον ένιωθε. Μια παραζάλη. Και μια στεναχώρια για όλα όσα τελικά παραδέχτηκε. Μα δεν φαινόντουσαν να τον αηδιάζουν, όπως είχε φοβηθεί. Ούτε καν να τον δυσαρεστούν. Πόσο είχε φοβηθεί, πως όταν έσπαγε και αποκαλυπτόταν, εκείνος θα την χλεύαζε και θα την εγκατέλειπε. Πόσο το έτρεμε ετούτο το ξεγύμνωμα!
  Μα εκείνος ήταν ακόμα εδώ, τριάντα πόντους μακρύτερα. Και δεν έδειχνε διατεθειμένος να ξεκουνηθεί. Της μίλαγε τρυφερά. Της εξηγούσε.
Η φωνή του απαλή, το βλέμμα του μέσα στο δικό της.
  ‘Προσπάθησα να καταλάβω τι είχε συμβεί, σου κάκιωσα, σε μίσησα, δεν καταλάβαινα τι στο καλό είχε γίνει, ή δεν ήθελα να καταλάβω. Μέχρι την μέρα που συνάντησα την Έλενα, ήμουν πικρόχολος και θλιβερός. Και όταν την είδα, όταν είδα την ανάγκη της να επιβεβαιώνεται, τότε θυμήθηκα. Τότε κατάλαβα πως αυτή τη συμπεριφορά κάπου την είχα ξαναδεί.’
  Η Άννα χαμογέλασε πικρά.
  ‘Στη μάνα μου…’
  ‘Ναι, γαμώτο! Και τότε αποφάσισα να σε πάρω τηλέφωνο για να βρεθούμε. Ήθελα να ξέρω, αν η μανούλα σου ήταν ο λόγος ή αν ήμουν εγώ.’
  ‘Ήσουν σκληρός. Είπες βαριές κουβέντες.’
  ‘Σε έβλεπα να χάνεσαι πίσω από ανθρώπους και καταστάσεις που δεν υπήρχαν παρά μόνο στο μυαλό σου. Ναι, δεν σου μίλησα σαν αληθινός κύριος. Μα σε έβλεπα να χάνεσαι, Άννα, σε έβλεπα να βυθίζεσαι στην εμμονή και στην αυτολύπηση!’  
  ‘Το ξέρω… το βλέπω τώρα δηλαδή. Τότε, σκατά ήξερα…Και εσύ, αντί να με αγκαλιάσεις, με κόλλαγες στον τοίχο με κατηγορίες και με εξυπνάδες. Δεν μου άρεσε. Δεν μου άρεσε καθόλου.’
  Ο Τάσος χαμήλωσε το βλέμμα.
  ‘Ναι. Κι εμένα είχε αρχίσει να μην μ’ αρέσει. Είναι ελάττωμα, το ξέρω. Και σου σπάει τα νεύρα, όπως μου σπάει τα νεύρα ο συγκεντρωτισμός σου. Αλλά, πίστεψέ με, το έκανα για καλό. Γιατί νοιαζόμουν.’
  Η Άννα του κράτησε το χέρι, που έπαιζε αμήχανα με το χάρτινο σουβέρ.
  ‘Το ξέρω, Τάσο. Το ξέρω. Κι εγώ νοιάζομαι. Κι εμένα μου έλειψες. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες…’
  Εκείνος έσκυψε και την φίλησε, κράτησε στοργικά το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του, όλα ήτανε όπως τα είχε αφήσει, λίγο πιο αλμυρά, αλλά μάλλον έφταιγαν τα δάκρυα.
  ‘Μου έλειψε ο τρόπος που παίζεις ασυναίσθητα με τις μπούκλες των μαλλιών σου όταν κάτι σε ζορίζει. Μου έλειψαν τα κολλητά σου μπλουζάκια που σοκάρουν τις γριούλες στο σουπερμάκρετ…μου έλειψαν τα πρωινά σου μούτρα, πριν πιεις καφέ και πριν διαβάσεις τις εφημερίδες στο ίντερνετ.’ της ψιθύρισε στ’ αυτί, μετά το φιλί τους.
  Η Άννα χαμογέλασε. Τον έσπρωξε απαλά πίσω στη θέση του.
  ‘Μήπως σου έλειψαν και τα νεύρα μου όταν έχω περίοδο’ τον πείραξε.
  Εκείνος την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια.
  ‘Εκείνες τις υπέροχες μέρες, μου λείπει περισσότερο η μάνα σου!’
  Η Άννα μούτρωσε.
  ‘Αυτό πονάει, ρε Τάσο, δεν μπορείς να την αφήσεις απ’ έξω;’
  ‘Ο πόνος μας κάνει δυνατούς, μωρό μου. Καλά, όμως, θα την αφήσω, μέχρι να αναρρώσεις! Και θα σε πείσω να κάνεις περισσότερο παρέα με τη δικιά μου, τη μανούλα, που είναι κανονική μανούλα…’ την πείραξε.
  ‘Νομίζω, απ’ τους γονείς σου, συμπαθώ περισσότερο τον πατέρα σου.’
  ‘Ο πατέρας μου έχει πεθάνει.’
  ‘Ακριβώς.’
  Ο Τάσος γέλασε και την ξανατράβηξε πάνω του. Την φίλησε.
  ‘Από εμένα δεν σου έλειψε τίποτα;’ τη ρώτησε, χαϊδεύοντας της τα μαλλιά, κρατώντας την αγκαλιά, φιλώντας το αυτί της.
  ‘Ξέρεις τι μου έλειψε πιο πολύ;’ του είπε, βραχνά πλέον, αφού οι περιπτύξεις είχαν αρχίσει να ξεφεύγουνε από τα πλαίσια του δημόσιου χώρου.
  ‘Τι;’
  ‘Το βράδυ. Μετά τον έρωτα. Που δεν με αφήνεις να γυρίσω πλευρό. Που μου λες να σε κοιτάω. Να κοιτιόμαστε μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.’
  ‘Είναι για να σε προφυλάξω, βρε κουτό. Ποτέ δεν γυρίζεις την πλάτη στον εχθρό. Δεν στα έμαθε αυτά η μάνα σου;’
  Η Άννα τον έσπρωξε, γελώντας.
  ‘Με εκνευρίζεις ευχάριστα!’
  Ο Τάσος σήκωσε το φρύδι ερωτηματικά.
  ‘Βάζω στοίχημα πως αυτό σου έλειψε περισσότερο απ’ όλα!’
  Εκείνη του χαμογέλασε.
  ‘Βασικά, αυτή που μου έλειψε, είναι η Καραμέλα.’
  ‘Είναι ακριβώς όπως την άφησες. Και σ’ εκείνη έλειψες. Από τη μέρα που έφυγες, περιμένει στην πόρτα, ξέρει την ώρα που γυρνάς απ’ τη δουλειά. Επί τρεις μήνες. Κάθε απόγευμα. Εκεί.’
  Η Άννα αναστέναξε.
  ‘Γαμώτο. Τι μαλάκες που είμαστε ώρες ώρες…’
  ‘Οι παρόντες εξαιρούνται, φαντάζομαι…’
  ‘Τάσο;’
  ‘Ναι;’
  ‘Νομίζω πως την έχω ακούσει. Είναι το τέταρτο τζιν, έτσι δεν είναι;’
  ‘Ποιος τα μετράει, βρε Αννούλα! Αλλά, ναι, τώρα που το λες, πρέπει να είναι το τέταρτο. Και δουλεύεις αύριο. Και, ναι, σε βλέπω λίγο μεθυσμένη. Το οποίο βέβαια, δεν με χαλάει, καθώς θα μου δώσει την ευκαιρία να σε εκμεταλλευτώ…’
  ‘Βλάκα!’
  Η Άννα κατέβηκε με προσοχή απ’ το σκαμπό. Κρατήθηκε απ’ το μπαρ. ΟΚ. Δεν ήτανε και στουπί. Μια ελαφρά ζαλάδα. Μια ευφορία, καλύτερα.
  ‘Έχεις λεφτά ή να πληρώσω εγώ;’ τον ρώτησε.
  ‘Ο άντρας πληρώνει, βρε κουτό. Μέχρι να τελειώσει η αποζημίωση, τουλάχιστον!’
  ‘Στήριγμά μου εσύ!’
  Η Άννα τρέκλισε ελαφρά και αρπάχτηκε από πάνω του. Εκείνος γέλασε. Πλήρωσε και φορτώθηκε τα συμπράγκαλά της και μετά από μια ανέλπιδη προσπάθεια επιθυμίας να οδηγήσει εκείνη, ‘αφού είναι μια χαρά’, της πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου απ’ τα χέρια.
  ‘Πάμε σπίτι, ε; Να γυρίσω σπίτι;’ τον ρώτησε, κρατώντας τον αγκαζέ.
  ‘Δεν πάμε σε κάνα ξενοδοχείο, καλύτερα;’
  ‘Και θα αφήσουμε το σκύλο μόνο του ολόκληρο το βράδυ!’
  ‘Όχου γκρίνια…έλα, αστειευόμουνα…Άντε, πάμε σπίτι…’