Tuesday 31 January 2012

Εκείνη η περιβόητη ικανοποίηση των γυναικών μήπως δεν είναι απλή επιθυμία;

  Προχθές, Κυριακή απογευματάκι, που έπινα τον καφέ μου με δύο εξαιρετικές γυναίκες, προέκυψε το θέμα της σεξουαλικής εξέλιξης των γυναικών. Υποστήριζα με στόμφο πως πριν από τριάντα ή και εξήνα χρόνια αλλιώς και σε άλλες ηλικίες ''ωρίμαζαν'' τα κορίτσια, από ότι στη γενιά μου και στις γενιές τις τωρινές. Οι δυο μου φίλες, που ήσαν ''κορίτσια'' αν και εβδομηντάριζαν σχεδόν, αρνήθηκαν πλήρως ετούτη την άποψη, έλεγαν πως και τότε γινόταν ότι γινόταν, αλλά στα κρυφά. Μα, αντιμήλησα εγώ, τότε δεν ξεπαρθενεύονταν οι κόρες στα δεκαπέντε, ούτε μετρούσαν διψήφιους και τριψήφιους εραστές. Και πάλι, η απάντηση ήταν κατηγορηματική, κι εφόσον η περήφανη γενιά των ''κοριτσιών'' είχε ανθίσει το '60, άρχισαν να αναπολούν παλιότερους εραστές κι όταν αναπόφευκτα ξεκίνησαν τα ''βρε πως τον έλεγαν εκείνο τον μελαχροινό;'', αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως μάλλον είχα άδικο. Κι έπειτα, με γείωσαν στο παρόν, ρωτώντας με μήπως εννοώ, όχι τα ''κορίτσια'' σαν και του λόγου τους, μα τις ''θείτσες''. ''Είχαμε θείτσες ακόμα και στο θεατρο'' έσπευσαν να παραδεχτούν. Γιατί τα ''κορίτσια'' μου ήτανε εκείνο το είδος των γυναικών που, ακόμα και στα εβδομήντα τους, είχαν κορμί και πάθος για ζωή, εκείνο το είδος των γυναικών που αγαπήθηκαν πολύ, που θαυμάστηκαν πολύ, τα αυθεντικά θυληκά, οι γατούλες, οι ασυμβίβαστες εκείνες υπάρξεις και που δεν εντάχθηκαν ποτέ στην ρήση της καλής νοικοκυράς που είναι δούλα και κυρά, παρόλες τις κοινωνικές τους συμβάσεις, τους γάμους και τα παιδιά, ήταν εκείνες οι γυναίκες που παρέμειναν για πάντα νέες.  
  Τα ''κορίτσια'', ηθοποιοί στα νιάτα τους, μα τελικά, με πληθώρα απασχολήσεων και εμπειριών, μου έβαλαν τα γυαλιά προχθές το απόγευμα. Και έφεραν στο προσκήνιο την άλλη κατηγορία των γυναικών που φανερά περιφρονούν, τις ''θείτσες'', εκείνες τις άλλες γυναίκες, ''τις γυναίκες του αντρός τους'', τις νοικοκυρούλες, τις μανούλες, τις γνωστές ανικανοποίητες από το σεξ και προδομένες από τις επιλογές τους γυναίκες, που θεώρησαν ικανή συνθήκη ζωής την επιλογή συντρόφου, ώστε να ανήκουνε κάπου. 'Ολοι έχουμε γνωρίσει μια ''θείτσα'', είναι εκείνα τα κορίτσια που κράζουν τον γκόμενό τους στην παρέα, και μόλις τον σιγουρέψουν, αλλάζουν στάση και το παίζουνε κυρίες. Οι κυρίες των κυρίων τους. Από εδώ ο σύζυγός μου, ένα πράγμα, ενώ μέχρι προχθές ήτανε ο Ακατονόμαστος. Βέβαια, κι οι ''θείτσες'' αν ήσανε παρούσες, θα ονόμαζαν εαυτούς ''κιουρίες'' και τις φιλενάδες μου ''πορνίδια'', αλλά ευτυχώς δεν είχαμε καμία στην παρέα και γλιτώσαμε και τα μαλλιοτραβήγματα...
  Τα ''κορίτσια'' μου έκραζαν τις ''θείτσες'', λοιπόν, που έβγαζαν κακό όνομα στις γυναίκες, και υποστήριζαν με στόμφο πως όλοι οι άντρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι για φτύσιμο. Αφού τους έχουνε πάρει, βέβαια, μα για φτύσιμο, παρά ταύτα. Και όσο περνούσε η ώρα και εξελισσόταν η κουβέντα, θυμήθηκα και κάποιες ''θείτσες'' που, μετά από χρόνια υπακοής και υπηρεσίας στον ''αφέντη'', με το που γέρναγε ο σύζυγος και τις είχε απόλυτη ανάγκη, γινόντουσαν κακές, έβγαζαν όλη εκείνη τη πικρή χολή, την καταπιεσμένη τους πλευρά στο αρσενικό που τις είχε ως χρήσιμα και πολύτιμα ζώα, κλεισμένες στη σύμβαση της συζύγου, και προφανώς, τις έβλεπε ως καλές νοικοκυρές, δούλες και κυρές και όχι γυναίκες, θυληκά, κορμιά που ξεχύλιζαν ορμόνες και υποσχόταν απολαύσεις δίχως τέλος. Οι περισσότερες ''θείτσες'' ήτανε και πατσούρες βέβαια, μα αυτό δεν έχει καμία σημασία.

  Και που κατέληξα, τελικά; Και τα ''κορίτσια'' και οι ''θείτσες'' είχανε το ίδιο κακή ιδέα για τα αρσενικά. Τα ''κορίτσια'' τους είχανε στο τσεπάκι τους και τους περιφρονούσαν για την αδυναμία τους, οι ''θείτσες'' τους είχανε κορώνα στο κεφάλι τους, τους είχανε ανάγκη για να αυτοεπιβεβαιωθούν και τους μισούσαν για τη δύναμή τους. Κάτι σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι αυτό που μου το επιβεβαίωσε, ήτανε η παραδοχή της μιας εκ των δύο υπέροχων γυναικών, πως τις σπάνιες φορές που ήταν μόνη, ανάμεσα στις σχέσεις, και πήγαινε σινεμά με κάποια φίλη, ε το σινεμά δεν είχε την ίδια γλύκα, όπως όταν πήγαινε με το γκομενάκι...
  Και ετούτη η παραδοχή με έκανε να σιγουρευτώ πως, τόσο τα ''κορίτσια'' όσο και οι ''θείτσες'' τους είχανε ανάγκη τους εραστές ή τους συζύγους, τελικά, είτε τους άλλαζαν σαν πουκάμισα, ή τους φορτώνονταν για μια ζωή, τους είχαν ανάγκη γι αυτό και τους περιφρονούσαν.
  Μένει να αναρωτηθώ, λοιπόν, αν η ανάγκη είναι στη φύση της γυναίκας, η ανάγκη, τόσο να θαυμάζεται, όσο θαυμάστηκαν τα ''κορίτσια'' ή να αυτοεπιβεβαιώνεται και να προστατεύεται, όσο προστατεύτηκαν οι ''θείτσες''.
  Μένει να αναρωτηθώ αν η ανάγκη είναι που φέρνει και διώχνει τον έρωτα ή αν είναι κάτι πέρα από αυτό... 

Monday 30 January 2012

Αποσύνθεση III


Είναι η οργή
που τριγυρνά σκιά θολή στο βάθος;
Πριν από λίγο σ’ έκαψα σ’ ένα ρηχό πηγάδι
γιατί έχεις κι εσύ ρηχή ψυχή
κι ανύπαρκτος ο σκοπός σου
φτύνει αίμα και θάλασσα – απ’ αυτή που τόσο μίσησα
και πυρωμένη αλήθεια
μα η αλήθεια σου είναι φθονερή
σκίζει τις σάρκες μου με μίσος πρωτόγνωρο
κάθε αρχή όμως έχει και θάνατο
θα περιμένω τον δικό σου με περίσσεια αγωνία ή και διέγερση
κι αν ο άνεμος ουρλιάζει στ’ άδεια δωμάτια
μην νομίσεις πως εμένα καλεί
τ’ όνομά σου φωνάζει στην άδεια καρδιά μου
ή στους άλλους
μα αυτοί σε περιφρονούν με κακία κι αναρωτιόμουν, γιατί;
Τώρα ξέρω καλά – οι άλλοι έχουν δίκιο κι οργή
κι όταν θα φύγεις δε θα χαρούν
θα ανακουφιστούν
μα ο θάνατός σου θα’ ναι για ‘μένα ευτυχία.

Καθώς τριγυρνάς μόνος στ’ άδεια δωμάτια
με τις μαύρες κουρτίνες να μαστιγώνουν τις αισθήσεις σου
στον μακάβριο χορό του ανέμου
θυμήσου πως ίσως να μην είμαι εγώ η αιτία
που άρχισε η σήψη σου
ίσως να μην είμαι εγώ το ρόδο μιας νεκρής ακολασίας
ίσως να μην είμαι η οδύνη του μάταιου
μα πάνω απ’ όλα κι όλους τους αδαείς
εγώ θα είμαι αυτή που θα ρίξει το πρώτο χώμα
που θα φυλακίσει την ανάσα σου στις φλόγες
που θα σκορπίσει τις στάχτες του κορμιού σου πίσω στην άβυσσο
που θα βάψει γαλάζιο το στέμμα του ήλιου – κι έπειτα κόκκινο
δεν κουβαλώ πλέον άκρατες διαστροφές των πεθαμένων σου ονείρων 
ξέφυγα απ΄ τη μαγεία του πεπρωμένου
όχι εκδίκηση και μίσος – αυτές είναι μικρότητες δικές σου
αν είναι να χαθείς σήμερα
θα φύγεις για να δικαιωθώ – αν και η όψη σου είναι στίγμα από καμένο δέρμα
μα η φωνή, το βλέμμα και οι καταπονημένες σκέψεις
σήμερα όλες θα χαθούν
πλήρωσε με λόγια του ανέμου
πλήρωσε μ’ αίμα – το ίδιο είναι
κι όταν ρουφήξω τις πληγές σου
θα βάψω κόκκινη της ύπαρξή μου – και θα χαράξω ιστορία.

Μείνε μαζί μου ως το τέλος σου.
Είσαι ένα άδειο χρυσό κουτί
και δεν μπορώ πια νεκρά ονόματα μέσα μου να κουβαλάω
κούραση και πόνος – βέβαια
μην με κοιτάζεις άλλο
μην χαμογελάς – πάψε!
Είσαι ρηχός και με κούρασε η άθλια ύπαρξή σου
έρημα τ’ άδεια δωμάτια
φύγε, οι νεκροί δεν αισθάνονται
και το οικτρό σου όνομα κανείς δεν θα καλέσει
ποτέ πια.

Sunday 29 January 2012

Ήττα κι ευτυχία

Still from Hitchcock's Jamaica Inn, 1939














Όλος ο πόνος βάσταξε, βλάστησε η πίκρα
οι μαύρες γραμμές του αίματος
φαίνονται ακόμα, να πως σύρθηκα
ως εδώ
τώρα στο ανώτερο βάθρο, αιθέρια ζάλη
αν τεντωθώ, φτάνω ν’ αγγίξω τη δύση και την αυγή
τώρα έχω στα χέρια μου τον κόσμο
είν’ όλα αυτά δικά μου, αιώνια
νικήτρια, πλήγωσα τους αγγέλους
και στέκομαι ολάνθιστη μπροστά στις γκρίζες βάρκες
χάος της ευτυχίας
μα τι θα ένοιαζε πολύ, ν’ αδράξω αυτή την ώρα
ειρωνείες των καιρών
τραπουλόχαρτα στο ημίφως
ιδέες, requiem της σιωπής, μια στάλα αλλοτινής ζωής
κι αν όλα αυτά τα σκόρπιζα ψηλά
κραυγάζοντας στους τέσσερις ανέμους;

Saturday 28 January 2012

Αποσύνθεση I
















Δεν υπάρχουν ομορφότερα ρόδα
απ’ αυτά που κρατούσα μια Κυριακή στην αγκαλιά μου
δεν υπάρχουν πιο όμορφες τύψεις
απ’ αυτές που φυλάκισα στη δροσιά της νύχτας
απ’ αυτές που γέννησε η πικρία του παρελθόντος
κι η αδιαφορία του μέλλοντος.
Δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο
από την συνειδητή εξαθλίωση του πνεύματος
τη σήψη, την αποσύνθεση των λέξεων
κι η νύχτα είναι τόσο μακριά
τόσο φρικτά μακριά μου.
Δεν υπάρχει φως και σκοτάδι
καλό και κακό
κι όμως, υπάρχει για μένα.
Μόνο που ό,τι χάνεται ουρλιάζει για δικαίωση.
Φοβάμαι να ουρλιάξω
το αίμα θα λερώσει το τοπίο
και θα στερήσω απ’ τους άλλους να καγχάσουν
την αποτρόπαιη καταδίκη μου.
Τόλμησα κι έχασα και τώρα θα σωπάσω
για πάντα θα εξαφανιστώ.

Λυπάμαι που πλήγωσα τ’ αμύριστο βλαστάρι
λυπάμαι που το πλήγωσα αλύπητα, λυπάμαι
δεν είμαι πια ο εκτελεστής, με κούρασε η αλήθεια.
Λυπάμαι που κατέστρεψα την όμορφη γαλήνη.
Δεν νοιάζομαι για άφεση ή συγχώρεση πλέον
μονάχα ας βρω τη δύναμη να σχίσω την ομίχλη
και να ουρλιάξω στο βοριά, στην άβυσσο, λυπάμαι.  

Friday 27 January 2012

Έρωτας ' 93


View of Toledo, El Greco, 1596-1600














Μ’ αβάσιμες ελπίδες τρεμοσβήνουν
τα μάτια είναι θολά σα την ομίχλη
οι σκιές μεστώνουν, τρέχουν, γράφουν τόνους
το χάδι είναι πικρό, μια στάλα μόνο.
Tα μάτια είναι στεγνά, το δάκρυ είν’ αίμα
κι έχει το σάπιο χρώμα της λαγνείας
θυσίες μάταιες, αβάσιμες ελπίδες.
Τα μάτια είναι κρυφά σα το φεγγάρι
ο τρόμος κι η οδύνη στο κατώφλι
κι ο θεριστής χορεύει και κραυγάζει
θυσίες αιματηρές, φωτιά, κρεμάλες.
Τ’ όνομα είναι γνωστό
βαθύ και μαύρο
φωτιά είναι το κρασί, αίμα και στάχτη.
Τα μάτια σιωπούν, βροχή στην άμμο
μέστωσαν οι ουρανοί
βαριά η αντάρα
τα πρόσωπα τραχιά, λύπη και πόνος.
Τα μάτια, χρώμα είναι της καταιγίδας
θύελλα, όλεθρος, φωνές, οδύνη, πόθος.
Τα μάτια είν’ όμορφα θαρρείς
μα η ψυχή χαμένη
θύελλα, όλεθρος, φωνές, θάνατος και ζωντάνια.
Μάτια θολά, μάτια βαθιά θαρρείς κλαίνε, γελούνε
κι έχουν το χρώμα της χαράς,
χρώμα της καταιγίδας.

Thursday 26 January 2012

Ζω ανάμεσα στα δέντρα











Ζω ανάμεσα στα δέντρα
τα δέντρα είναι οι μόνοι φίλοι
η ψυχή μου πετάει στις φτερούγες των πουλιών
και το σώμα μου αλλάζει με τις φυλλωσιές.

Το τελευταίο μονοπάτι πέρασα μια νυχτιά
βάδισα προς το δάσος   
δεν ξεστράτησα
έχασα την αιώνια αγωνία
έχασα τις ψυχές τις στερημένες

η πνοή του βοριά μ’ αγγίζει
το φως του ήλιου με διαπερνά
τα άλογα με νιώθουν σαν καλπάζουν
τ' αστέρια μ’ αγκαλιάζουν
είν’ όμορφα τα πράγματα απλά
γεμίζουν με γαλήνη τους ψιθύρους.

Ζω ανάμεσα στα δέντρα
τα δέντρα είναι οι μόνοι φίλοι
η ψυχή μου πετάει στις φτερούγες των πουλιών
και το σώμα μου αλλάζει με τις φυλλωσιές
καθώς διασχίζω την αιωνιότητα.