Monday, 6 February 2012

Έλα και πέταξε













Έλα και πέταξε, έλα και πέταξε,
λένε
έλα και πιες, το ποτήρι ανήκει σ’ όλους
έλα και πιες, το τσιγάρο ανήκει σ’ όλους
οι σκέψεις ήδη πετάνε πιο πάνω από τον ουρανό.

Έλα και πέταξε με τα πολύχρωμα φτερά
μόνο που τα φτερά δεν είναι αρκετά
για να φτάσεις πιο πάνω από τον ουρανό.

Έλα και πέταξε, έλα και πέταξε,
λένε
όμως το πώς κανείς δεν θέλει ν’ αποκαλύψει
φοβούνται μήπως αγγίξω κι εγώ το τέλειο;
Το τέλειο που έχω ήδη αγγίξει στον ύπνο μου
και ίσως με το βλέμμα, κάτω από το φως του ήλιου.

Έλα και πέταξε, έλα και πέταξε,
λένε
πέτα Λονδίνο, Αθήνα, Λονδίνο
πέτα τις παλιές φωτογραφίες του Δεκέμβρη
πέτα μέσα σε δευτερόλεπτα ξανά την ψυχή σου στο καλάθι
ταυτίσου με τον εαυτό σου ή με το δωμάτιο U15
πέτα από πάνω σου τον σκεπτικισμό
πέτα εκείνο το άδειο μπουκάλι, επιτέλους!

Έλα και πέταξε, έλα και πέταξε,
λένε
το κρασί όμως πικρίζει ενοχλητικά
κι είναι αδύνατο να καταναλωθεί σε μια νύχτα
είναι αδύνατο να αναλωθώ σε μια νύχτα.

Μου λένε να πετάξω χωρίς ν’ αναλογιστούν
πως φοβάμαι τα ύψη
γεμίζουν τη σιωπή μου με γνήσιο ροκ
και με στόχους, τους οποίους ποτέ δεν επιθύμησα
να σημαδέψω
μου μιλούν για την πραγματική ευτυχία
ενώ δεν έχω ανακαλύψει ακόμα την πραγματικότητα
ο κόσμος είναι ένα μεγάλο πηγάδι,
απύθμενο,
τριγυρισμένο κόκκινες προειδοποιητικές λάμπες,
άδειο.

Έλα και πέταξε, έλα και πέταξε,
λένε
πέτα πιο πάνω απ’ τον ουρανό, αν τολμάς.

Sunday, 5 February 2012

Χειμώνας 1995


Source: drvart












Θα μπορούσα να μιλήσω για πόνους παροδικούς και για
λύπες μετρημένες
για αγαπημένα πρόσωπα που φεύγουν
για αδιάφορα πρόσωπα που μου μιλούν
για αντιπαθή πρόσωπα που πεισματικά
παραμένουν  .
Θα μπορούσα να μιλήσω για πόνους που επιμένουν
παρόλα τα φάρμακα και τα ναρκωτικά
για πόνους της καρδιάς και της ψυχής
και για αδιάφορους τυφλούς που πάντα προσπερνούν
για πόλεις χωρίς ταυτότητα
για εραστές δίχως παρελθόν και όρια.
Θα μπορούσα να μιλήσω για τοίχους σκοτεινούς
για υπόγειες διαβάσεις
για βροχερά πάρκα και πόρτες κλειστές 
και για ποτάμια αδιάφορων τυφλών
και για ποτάμια τοίχων σκοτεινών.
Θα μπορούσα να μιλήσω για όλα αυτά
και για ακόμα τόσα
όμως δεν θα μπορούσα ποτέ να μιλήσω
για την μοναξιά.

Saturday, 4 February 2012

Το ποτάμι













Έσυρα τα ολόχρυσα ποτάμια
απ’ άλλες όχθες τώρα ανατέλλω
όχθες απάνεμες γαλήνιες του θανάτου
κι απ’ άλλες βάρκες σώνω τους χαμένους
κουφάρια πλέουν σα λιόδεντρα στο ημίφως
που γέρνουν τους κορμούς κατά τη δύση
ανατολή και δύση
φως κι εφιάλτης
κι η πονεμένη σιγαλιά μες το ποτάμι
ορμά σα θύελλα του βοριά στην άδεια την ψυχή μου
κι ανασαλεύει τη δροσιά
και την χαμένη νιότη
μα δείτε πια! Είμαι νεκρή! Και χίλια καλοκαίρια
δεν φτάνουν για ν’ αναπληρώσουν
το φως που τότε κλέψατε
όταν σκίσατε στα δύο το νερό
κι αντί για τους χείμαρρους
στείλατε ισχνά ρυάκια να θρέψουν την ψυχή μου
τόσο που την σκοτώσατε
μα η κούφια μέρα εδρεύει
λίγο ακόμα και θα απλωθεί στο στέμμα του ήλιου
σα σκόνη
ή ίσως σαν ύστατη χαρά, νεκρή χαρά, βουλιάζω
μα τ’ ορμητικό ποτάμι της ψυχής
ποτέ δε θα δαμάσετε, ποτέ δε θα στερέψει.


Friday, 3 February 2012

Θάνατος ΙΙ












Τα σύννεφα τρέχουν ολόδροσα ψηλά
σπρώχνουν τ’ ανύπαρκτα σώματά τους
πνοές λαχανιασμένες χύνονται απ’ την αιωνιότητα
καλπάζουν σαν αιθέρια άλογα ή σαν το κύμα
σαρώνουν τις μάταιες ελπίδες μου
σύννεφα είναι η ύπαρξή μας
ολόδροση κι αιθέρια σα στάλες απ’ ανθισμένο γεράνι
κυλούν στους ορίζοντες της ευτυχίας
ή της δυστυχίας
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι, μα τ’ αλλοτινά σημάδια;
η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
θαρρώ πως δίκαια
η ομορφιά σου αρκεί για να στρώσει με καταχνιά
τη λύπη
κι έμαθα να σκοτώνω τα φεγγάρια της προκατάληψης
κι έμαθα να εξαφανίζω τις οργισμένες κι ειρωνικές ματιές
των άλλων
κι έμαθα να ζω μες την απάθεια του κόσμου σου
έμαθα πολλά
τόσα που ξέχασα ολότελα τα δικά μου αλλοτινά σημάδια
παρασύρθηκα μακριά απ’ τα σύννεφα
άφησα τις άσπρες τους ανυπαρξίες να με οδηγήσουν
στη χώρα του γέλιου
του κενού άχαρου γέλιου
βουλιάζω μέσα σ’ ασήμαντα σύννεφα
χάνομαι σ’ ασήμαντους προσωπικούς κόσμους
μα είναι ο δικός σου κόσμος σημαντικός;
και ποιος το κρίνει;
Πίσω στα σύννεφα, στη δίνη
λένε ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι
και ξέρεις πως θα έκανα τα πάντα για σένα
σχεδόν τα πάντα
να πεθάνω είναι τόσο λίγο
και τόσο εύκολο
σα μια προκατασκευασμένη εντύπωση
αλλά αυτό θα ήταν το αποκορύφωμα της λύπης μου
κι εγώ υποσχέθηκα να μη λυπάμαι
για ιστορίες που γεννήθηκαν νεκρές
και λέω κι εγώ μαζί ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
μα τώρα οι άλλοι αντιδρούν με οργισμένες ματιές
λύσσα και άκρατος θυμός
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;’ φωνάζουν
‘και η χαμένη σου αθωότητα κι οι δύσεις
που βάφτηκαν με το αίμα σου
και οι βροχές που έσμιξαν με τα δάκρυα
και οι πικρές ανταύγειες
του πρόωρου θανάτου σου
και οι κόκκινες λατρείες και τ’ όνομα της μαγείας σου
κι οι συμφορές του κόσμου
κι οι γάτες κι οι κυανές αναλαμπές κι οι πρώτες αμαρτίες
κι η ακολασία του πνεύματος, το όπιο, η απιστία;’
κραυγάζουν σ’ όλες τις γωνιές του δωματίου
τόσο που ακόμα κι ο άνεμος νιώθω ν’ αργοσαλεύει
πάνω απ’ τις βουνοκορφές να σέρνει μελωδίες
καταραμένες, μ’ ονόματα που θέλω να ξεχάσω
σφύζει από μαύρη οργή η άδεια η ψυχή μου
μα δεν μπορώ να ουρλιάξω πια
είμαι τόσο κουρασμένη
ναι είναι αλήθεια
ήταν ένα όμορφο παιχνίδι εντυπώσεων
κι εντυπωσιασμών
μόνο που σ’ εσένα κύλησε σα το νερό της βρύσης
σ’ εμένα είναι χαρακιά – πονά όποτε σκέφτομαι
είναι πληγή βαθιά όλη γεμάτη αλάτι
είσαι λοιπόν σα το βοριά
ζεις μες τις ψευδαισθήσεις
ένα θολό σακί καπνό και όνειρα και αίμα
‘είσαι υπέροχα όμορφος’ μονολογώ
μόνο αυτό ξέρω πλέον
και χίλια φίδια σφυρίζουν μέσα μου
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι η αποσύνθεση;’
και κλαιν για το θάνατο της ψυχής μου ουρλιάζοντας
‘και όλα τα μάταια όνειρα, τα φώτα, οι ήχοι
μιας ανόητης τρέλας
κι η ανυπαρξία αιτίας
κι η ματαιότητα
κι ολόφωτες μαύρες διδαχές
κι οι σκόρπιες λέξεις και τα φριχτά παιχνίδια
της φαντασίας
και τα δειλά αγγίγματα
κι η ειρωνεία, η αδυσώπητη τρομερή ειρωνεία;’
Τυφλή πια αλυχτώ γεμάτη οδύνη
‘είσαι υπέροχα όμορφος, είσαι υπέροχα όμορφος,
είσαι υπέροχα όμορφος’
ουρλιάζω μόνη γιατί οι σκιές και οι φωνές έφυγαν
απ’ το δωμάτιο
‘κι ο θάνατος είναι τόσο λίγος για να με κρατήσει
μακριά σου!’
Σιωπή. Βροχή. Χαλάζι. Ήλιος.
Με άφησαν όλοι να στέκομαι ολόρθη
μπροστά στο παράθυρο
δεν μπορώ πια να κλάψω
δεν μπορώ πια να γελάσω
ούτε καν ν’ αρθρώσω λέξη. Πονάω.
Είμαι μόνη. Ήμουν μόνη.
Όχι. Ο θάνατος δεν είναι η σωτηρία. Μόνο ο καιρός.
Είμαι σίγουρη πως μια μέρα
οι φωνές και τα χίλια φίδια θα γυρίσουν
και θα ζεστάνουν πάλι την ψυχή μου.
Έχασα.
Έχασα την αλλοτινή ζωή μου
έχασα την πρόσκαιρη ευτυχία
έχασα δάκρυα κι αίμα – κι είμαι άδεια
μα εσένα δεν σε έχασα ποτέ
δεν σε είχα – δεν θα σε έχω
δεν μπορώ ν’ αγκαλιάσω τον βοριά
και ψιθυρίζω διστακτικά
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
πονάω μα συνεχίζω
‘είσαι υπέροχα όμορφος μα η ομορφιά σου δεν αρκεί
θέλω μια αιτία ύπαρξης
κι εσύ το μόνο που με πότισες
ήταν παρακμή και πόνο κι αποσύνθεση
ακόμα κι η αγνότητά σου ήταν φωτιά και όλεθρος
και στάχτη
μα μόλις έσβησες τα κεριά
έχασα τα αισιόδοξα μονοπάτια – τις πλανεύσεις σου.’
Πονάω όλο και πιο πολύ
μπρος στο ανοιχτό παράθυρο μυρίζω τα γεράνια
πονάω
λένε όλοι ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
και βέβαια είσαι
μόνο που ο πόνος μ’ εμποδίζει να ανακαλέσω
την γλυκιά σου όψη
κι ας τραγουδούν οι νεράιδες των βουνών
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
το ξέρω, το αισθάνομαι μα είναι εφιάλτης
αρνήθηκα θεούς και δαίμονες
και το νεκρό ρομαντισμό
αρνήθηκα τα πάντα
ακόμα και τους φίλους – μα αυτοί μαζεύονται στην
ομίχλη και ουρλιάζουν
‘κι η παρακμή κι ο πόνος κι αποσύνθεση
κι η απώλεια της ψυχής σου
αυτός είναι παθητικός οικτρός διαφθορέας
που σε ρουφά στην άβυσσο
μ’ απάθεια κι αδιαφορία.’
Μα εγώ επιμένω ‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι η παρακμή;’
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι η αποσύνθεση;’
‘είσαι υπέροχα όμορφος’
‘κι ο θάνατός σου;’
‘Πάψτε! Πάψτε πια!
Τι κι αν τον αρνηθώ
Αφού κάθε φορά που θ’ αντικρίζω τη θάλασσα
θα βλέπω το θάνατο;
Αφού κάθε φορά που θ’ αντικρίζω τα δάση
θα θυμάμαι τα μάτια του;
Αφού κάθε φορά που θ’ αγγίζω τις διδαχές
Θα αντικρίζω τη μοναδική επαφή μας;
Τι κι αν η μαγεία μου ανήκει;
Δεν καταπραΰνει τον πόνο της κενότητας.’
Λευκά κι ανάλαφρα τα σύννεφα κυλάνε
ολόδροσες κι αιθέριες πνοές σα λευκά περιστέρια
μα με το πρώτο φύσημα του αέρα
σκορπίζουν τα σύννεφα, τα δειλά μου όνειρα
χάνονται απ’ τη ζωή
βιάστηκα να κρίνω τον θόλο του ουρανού
πριν γευτώ τα χωμάτινα σάβανα της σάρκας
μα είναι αργά για να γυρίσω στη ζωή
έπρεπε να μάθω να πιστεύω στη φθαρτή ύλη
κι όχι σα κάποιες λευκές γυάλινες διάφανες οπτασίες
κάνει κρύο.



Thursday, 2 February 2012

Αναγέννηση IV














Αρκετό το αίμα κι η άβυσσος
κουράστηκα να μετρώ τους ανθρώπους με μίσος
αδιαφορώ πλέον για τις πικρόχολες ζωές τους
κι οι φίλοι – ε, σκόρπιες συμφωνίες ήταν – της στιγμής
μια ακόμα συναναστροφή
μια ακόμα απογοητευτική συναναστροφή
δεν χωράω εδώ, δεν ανήκω
δεν μπορώ να μετριάσω τα πάθη
κι οι φίλοι δεν ανέχονται ολοκληρωτισμούς.
Όλα τα παρακάλια ήταν ψεύτικα πειράματα επιβολής
ας είναι
ας αυτοσυγχωρεθούν
γιατί μόνη δεν έχω τη δύναμη να συγχωρέσω τις κακοτοπιές
ούτε τη θέληση ασφαλώς
αυτό ήταν λοιπόν
ακόμα κι οι φίλοι ήταν σκόνη
σταδιακά πέφτουν όλα τα φύλλα παρόλο που έχει άπνοια
σωριάζονται στις άσπρες πέτρες του μονοπατιού
και μέσα στη καταχνιά του φθινοπώρου μοιάζουν
με κίτρινη και φλογερή όαση κάτω απ’ τα γέρικα κλαδιά
σε λίγο τα παιδιά θα γυρίσουν στα σπίτια τους
και σίγουρα θα προξενήσουν βουητό με τα πόδια
στα ξερά φύλλα
δεν πειράζει, σε λίγο θα πέσουν κι άλλα και θα καλύψουν
την αναταραχή.
Ο ήλιος κάνει τη κίτρινη και φλογερή όαση να χρυσίζει.
Τα πρώτα φώτα άναψαν κι οι γυναίκες ετοιμάζουν το δείπνο
δεν πειράζει
ήταν όμορφο – αν και τόσο βραχύβιο – το συναίσθημα
πως δεν είμαι μόνη
που προσπάθησα έστω για λίγο να με ξεγελάσω.
''Ίσως όταν πάψω να τους μισώ να πάψω και να τους αγαπώ''
ίσως
μα τότε τα ξερά φθινοπωρινά φύλλα του δέντρου της ζωής μου
ή του γέρικου πλατανιού στη πλατεία
η κίτρινη και φλογερή όαση που προβάλλει με τη καταχνιά
τα σχολιαρόπαιδα και το ζεστό πιάτο με τη σούπα
κι ο βαρύς μολυβένιος ουρανός κι η μυρωδιά του σανταλόξυλου
δεν θα μου κάνουν όλα αυτά καμία αίσθηση, δε θα με συγκινούν πια
είναι νωρίς όμως – ακόμα κι αν απαρνηθώ όλους τους φίλους που δεν ήτανε
την κίτρινη και φλογερή όαση της καταχνιάς, όχι,
αυτή δεν μπορώ ποτέ να την απαρνηθώ.

Tuesday, 31 January 2012

Εκείνη η περιβόητη ικανοποίηση των γυναικών μήπως δεν είναι απλή επιθυμία;

  Προχθές, Κυριακή απογευματάκι, που έπινα τον καφέ μου με δύο εξαιρετικές γυναίκες, προέκυψε το θέμα της σεξουαλικής εξέλιξης των γυναικών. Υποστήριζα με στόμφο πως πριν από τριάντα ή και εξήνα χρόνια αλλιώς και σε άλλες ηλικίες ''ωρίμαζαν'' τα κορίτσια, από ότι στη γενιά μου και στις γενιές τις τωρινές. Οι δυο μου φίλες, που ήσαν ''κορίτσια'' αν και εβδομηντάριζαν σχεδόν, αρνήθηκαν πλήρως ετούτη την άποψη, έλεγαν πως και τότε γινόταν ότι γινόταν, αλλά στα κρυφά. Μα, αντιμήλησα εγώ, τότε δεν ξεπαρθενεύονταν οι κόρες στα δεκαπέντε, ούτε μετρούσαν διψήφιους και τριψήφιους εραστές. Και πάλι, η απάντηση ήταν κατηγορηματική, κι εφόσον η περήφανη γενιά των ''κοριτσιών'' είχε ανθίσει το '60, άρχισαν να αναπολούν παλιότερους εραστές κι όταν αναπόφευκτα ξεκίνησαν τα ''βρε πως τον έλεγαν εκείνο τον μελαχροινό;'', αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως μάλλον είχα άδικο. Κι έπειτα, με γείωσαν στο παρόν, ρωτώντας με μήπως εννοώ, όχι τα ''κορίτσια'' σαν και του λόγου τους, μα τις ''θείτσες''. ''Είχαμε θείτσες ακόμα και στο θεατρο'' έσπευσαν να παραδεχτούν. Γιατί τα ''κορίτσια'' μου ήτανε εκείνο το είδος των γυναικών που, ακόμα και στα εβδομήντα τους, είχαν κορμί και πάθος για ζωή, εκείνο το είδος των γυναικών που αγαπήθηκαν πολύ, που θαυμάστηκαν πολύ, τα αυθεντικά θυληκά, οι γατούλες, οι ασυμβίβαστες εκείνες υπάρξεις και που δεν εντάχθηκαν ποτέ στην ρήση της καλής νοικοκυράς που είναι δούλα και κυρά, παρόλες τις κοινωνικές τους συμβάσεις, τους γάμους και τα παιδιά, ήταν εκείνες οι γυναίκες που παρέμειναν για πάντα νέες.  
  Τα ''κορίτσια'', ηθοποιοί στα νιάτα τους, μα τελικά, με πληθώρα απασχολήσεων και εμπειριών, μου έβαλαν τα γυαλιά προχθές το απόγευμα. Και έφεραν στο προσκήνιο την άλλη κατηγορία των γυναικών που φανερά περιφρονούν, τις ''θείτσες'', εκείνες τις άλλες γυναίκες, ''τις γυναίκες του αντρός τους'', τις νοικοκυρούλες, τις μανούλες, τις γνωστές ανικανοποίητες από το σεξ και προδομένες από τις επιλογές τους γυναίκες, που θεώρησαν ικανή συνθήκη ζωής την επιλογή συντρόφου, ώστε να ανήκουνε κάπου. 'Ολοι έχουμε γνωρίσει μια ''θείτσα'', είναι εκείνα τα κορίτσια που κράζουν τον γκόμενό τους στην παρέα, και μόλις τον σιγουρέψουν, αλλάζουν στάση και το παίζουνε κυρίες. Οι κυρίες των κυρίων τους. Από εδώ ο σύζυγός μου, ένα πράγμα, ενώ μέχρι προχθές ήτανε ο Ακατονόμαστος. Βέβαια, κι οι ''θείτσες'' αν ήσανε παρούσες, θα ονόμαζαν εαυτούς ''κιουρίες'' και τις φιλενάδες μου ''πορνίδια'', αλλά ευτυχώς δεν είχαμε καμία στην παρέα και γλιτώσαμε και τα μαλλιοτραβήγματα...
  Τα ''κορίτσια'' μου έκραζαν τις ''θείτσες'', λοιπόν, που έβγαζαν κακό όνομα στις γυναίκες, και υποστήριζαν με στόμφο πως όλοι οι άντρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι για φτύσιμο. Αφού τους έχουνε πάρει, βέβαια, μα για φτύσιμο, παρά ταύτα. Και όσο περνούσε η ώρα και εξελισσόταν η κουβέντα, θυμήθηκα και κάποιες ''θείτσες'' που, μετά από χρόνια υπακοής και υπηρεσίας στον ''αφέντη'', με το που γέρναγε ο σύζυγος και τις είχε απόλυτη ανάγκη, γινόντουσαν κακές, έβγαζαν όλη εκείνη τη πικρή χολή, την καταπιεσμένη τους πλευρά στο αρσενικό που τις είχε ως χρήσιμα και πολύτιμα ζώα, κλεισμένες στη σύμβαση της συζύγου, και προφανώς, τις έβλεπε ως καλές νοικοκυρές, δούλες και κυρές και όχι γυναίκες, θυληκά, κορμιά που ξεχύλιζαν ορμόνες και υποσχόταν απολαύσεις δίχως τέλος. Οι περισσότερες ''θείτσες'' ήτανε και πατσούρες βέβαια, μα αυτό δεν έχει καμία σημασία.

  Και που κατέληξα, τελικά; Και τα ''κορίτσια'' και οι ''θείτσες'' είχανε το ίδιο κακή ιδέα για τα αρσενικά. Τα ''κορίτσια'' τους είχανε στο τσεπάκι τους και τους περιφρονούσαν για την αδυναμία τους, οι ''θείτσες'' τους είχανε κορώνα στο κεφάλι τους, τους είχανε ανάγκη για να αυτοεπιβεβαιωθούν και τους μισούσαν για τη δύναμή τους. Κάτι σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι αυτό που μου το επιβεβαίωσε, ήτανε η παραδοχή της μιας εκ των δύο υπέροχων γυναικών, πως τις σπάνιες φορές που ήταν μόνη, ανάμεσα στις σχέσεις, και πήγαινε σινεμά με κάποια φίλη, ε το σινεμά δεν είχε την ίδια γλύκα, όπως όταν πήγαινε με το γκομενάκι...
  Και ετούτη η παραδοχή με έκανε να σιγουρευτώ πως, τόσο τα ''κορίτσια'' όσο και οι ''θείτσες'' τους είχανε ανάγκη τους εραστές ή τους συζύγους, τελικά, είτε τους άλλαζαν σαν πουκάμισα, ή τους φορτώνονταν για μια ζωή, τους είχαν ανάγκη γι αυτό και τους περιφρονούσαν.
  Μένει να αναρωτηθώ, λοιπόν, αν η ανάγκη είναι στη φύση της γυναίκας, η ανάγκη, τόσο να θαυμάζεται, όσο θαυμάστηκαν τα ''κορίτσια'' ή να αυτοεπιβεβαιώνεται και να προστατεύεται, όσο προστατεύτηκαν οι ''θείτσες''.
  Μένει να αναρωτηθώ αν η ανάγκη είναι που φέρνει και διώχνει τον έρωτα ή αν είναι κάτι πέρα από αυτό... 

Monday, 30 January 2012

Αποσύνθεση III


Είναι η οργή
που τριγυρνά σκιά θολή στο βάθος;
Πριν από λίγο σ’ έκαψα σ’ ένα ρηχό πηγάδι
γιατί έχεις κι εσύ ρηχή ψυχή
κι ανύπαρκτος ο σκοπός σου
φτύνει αίμα και θάλασσα – απ’ αυτή που τόσο μίσησα
και πυρωμένη αλήθεια
μα η αλήθεια σου είναι φθονερή
σκίζει τις σάρκες μου με μίσος πρωτόγνωρο
κάθε αρχή όμως έχει και θάνατο
θα περιμένω τον δικό σου με περίσσεια αγωνία ή και διέγερση
κι αν ο άνεμος ουρλιάζει στ’ άδεια δωμάτια
μην νομίσεις πως εμένα καλεί
τ’ όνομά σου φωνάζει στην άδεια καρδιά μου
ή στους άλλους
μα αυτοί σε περιφρονούν με κακία κι αναρωτιόμουν, γιατί;
Τώρα ξέρω καλά – οι άλλοι έχουν δίκιο κι οργή
κι όταν θα φύγεις δε θα χαρούν
θα ανακουφιστούν
μα ο θάνατός σου θα’ ναι για ‘μένα ευτυχία.

Καθώς τριγυρνάς μόνος στ’ άδεια δωμάτια
με τις μαύρες κουρτίνες να μαστιγώνουν τις αισθήσεις σου
στον μακάβριο χορό του ανέμου
θυμήσου πως ίσως να μην είμαι εγώ η αιτία
που άρχισε η σήψη σου
ίσως να μην είμαι εγώ το ρόδο μιας νεκρής ακολασίας
ίσως να μην είμαι η οδύνη του μάταιου
μα πάνω απ’ όλα κι όλους τους αδαείς
εγώ θα είμαι αυτή που θα ρίξει το πρώτο χώμα
που θα φυλακίσει την ανάσα σου στις φλόγες
που θα σκορπίσει τις στάχτες του κορμιού σου πίσω στην άβυσσο
που θα βάψει γαλάζιο το στέμμα του ήλιου – κι έπειτα κόκκινο
δεν κουβαλώ πλέον άκρατες διαστροφές των πεθαμένων σου ονείρων 
ξέφυγα απ΄ τη μαγεία του πεπρωμένου
όχι εκδίκηση και μίσος – αυτές είναι μικρότητες δικές σου
αν είναι να χαθείς σήμερα
θα φύγεις για να δικαιωθώ – αν και η όψη σου είναι στίγμα από καμένο δέρμα
μα η φωνή, το βλέμμα και οι καταπονημένες σκέψεις
σήμερα όλες θα χαθούν
πλήρωσε με λόγια του ανέμου
πλήρωσε μ’ αίμα – το ίδιο είναι
κι όταν ρουφήξω τις πληγές σου
θα βάψω κόκκινη της ύπαρξή μου – και θα χαράξω ιστορία.

Μείνε μαζί μου ως το τέλος σου.
Είσαι ένα άδειο χρυσό κουτί
και δεν μπορώ πια νεκρά ονόματα μέσα μου να κουβαλάω
κούραση και πόνος – βέβαια
μην με κοιτάζεις άλλο
μην χαμογελάς – πάψε!
Είσαι ρηχός και με κούρασε η άθλια ύπαρξή σου
έρημα τ’ άδεια δωμάτια
φύγε, οι νεκροί δεν αισθάνονται
και το οικτρό σου όνομα κανείς δεν θα καλέσει
ποτέ πια.

Sunday, 29 January 2012

Ήττα κι ευτυχία

Still from Hitchcock's Jamaica Inn, 1939














Όλος ο πόνος βάσταξε, βλάστησε η πίκρα
οι μαύρες γραμμές του αίματος
φαίνονται ακόμα, να πως σύρθηκα
ως εδώ
τώρα στο ανώτερο βάθρο, αιθέρια ζάλη
αν τεντωθώ, φτάνω ν’ αγγίξω τη δύση και την αυγή
τώρα έχω στα χέρια μου τον κόσμο
είν’ όλα αυτά δικά μου, αιώνια
νικήτρια, πλήγωσα τους αγγέλους
και στέκομαι ολάνθιστη μπροστά στις γκρίζες βάρκες
χάος της ευτυχίας
μα τι θα ένοιαζε πολύ, ν’ αδράξω αυτή την ώρα
ειρωνείες των καιρών
τραπουλόχαρτα στο ημίφως
ιδέες, requiem της σιωπής, μια στάλα αλλοτινής ζωής
κι αν όλα αυτά τα σκόρπιζα ψηλά
κραυγάζοντας στους τέσσερις ανέμους;

Saturday, 28 January 2012

Αποσύνθεση I
















Δεν υπάρχουν ομορφότερα ρόδα
απ’ αυτά που κρατούσα μια Κυριακή στην αγκαλιά μου
δεν υπάρχουν πιο όμορφες τύψεις
απ’ αυτές που φυλάκισα στη δροσιά της νύχτας
απ’ αυτές που γέννησε η πικρία του παρελθόντος
κι η αδιαφορία του μέλλοντος.
Δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο
από την συνειδητή εξαθλίωση του πνεύματος
τη σήψη, την αποσύνθεση των λέξεων
κι η νύχτα είναι τόσο μακριά
τόσο φρικτά μακριά μου.
Δεν υπάρχει φως και σκοτάδι
καλό και κακό
κι όμως, υπάρχει για μένα.
Μόνο που ό,τι χάνεται ουρλιάζει για δικαίωση.
Φοβάμαι να ουρλιάξω
το αίμα θα λερώσει το τοπίο
και θα στερήσω απ’ τους άλλους να καγχάσουν
την αποτρόπαιη καταδίκη μου.
Τόλμησα κι έχασα και τώρα θα σωπάσω
για πάντα θα εξαφανιστώ.

Λυπάμαι που πλήγωσα τ’ αμύριστο βλαστάρι
λυπάμαι που το πλήγωσα αλύπητα, λυπάμαι
δεν είμαι πια ο εκτελεστής, με κούρασε η αλήθεια.
Λυπάμαι που κατέστρεψα την όμορφη γαλήνη.
Δεν νοιάζομαι για άφεση ή συγχώρεση πλέον
μονάχα ας βρω τη δύναμη να σχίσω την ομίχλη
και να ουρλιάξω στο βοριά, στην άβυσσο, λυπάμαι.  

Friday, 27 January 2012

Έρωτας ' 93


View of Toledo, El Greco, 1596-1600














Μ’ αβάσιμες ελπίδες τρεμοσβήνουν
τα μάτια είναι θολά σα την ομίχλη
οι σκιές μεστώνουν, τρέχουν, γράφουν τόνους
το χάδι είναι πικρό, μια στάλα μόνο.
Tα μάτια είναι στεγνά, το δάκρυ είν’ αίμα
κι έχει το σάπιο χρώμα της λαγνείας
θυσίες μάταιες, αβάσιμες ελπίδες.
Τα μάτια είναι κρυφά σα το φεγγάρι
ο τρόμος κι η οδύνη στο κατώφλι
κι ο θεριστής χορεύει και κραυγάζει
θυσίες αιματηρές, φωτιά, κρεμάλες.
Τ’ όνομα είναι γνωστό
βαθύ και μαύρο
φωτιά είναι το κρασί, αίμα και στάχτη.
Τα μάτια σιωπούν, βροχή στην άμμο
μέστωσαν οι ουρανοί
βαριά η αντάρα
τα πρόσωπα τραχιά, λύπη και πόνος.
Τα μάτια, χρώμα είναι της καταιγίδας
θύελλα, όλεθρος, φωνές, οδύνη, πόθος.
Τα μάτια είν’ όμορφα θαρρείς
μα η ψυχή χαμένη
θύελλα, όλεθρος, φωνές, θάνατος και ζωντάνια.
Μάτια θολά, μάτια βαθιά θαρρείς κλαίνε, γελούνε
κι έχουν το χρώμα της χαράς,
χρώμα της καταιγίδας.

Thursday, 26 January 2012

Ζω ανάμεσα στα δέντρα











Ζω ανάμεσα στα δέντρα
τα δέντρα είναι οι μόνοι φίλοι
η ψυχή μου πετάει στις φτερούγες των πουλιών
και το σώμα μου αλλάζει με τις φυλλωσιές.

Το τελευταίο μονοπάτι πέρασα μια νυχτιά
βάδισα προς το δάσος   
δεν ξεστράτησα
έχασα την αιώνια αγωνία
έχασα τις ψυχές τις στερημένες

η πνοή του βοριά μ’ αγγίζει
το φως του ήλιου με διαπερνά
τα άλογα με νιώθουν σαν καλπάζουν
τ' αστέρια μ’ αγκαλιάζουν
είν’ όμορφα τα πράγματα απλά
γεμίζουν με γαλήνη τους ψιθύρους.

Ζω ανάμεσα στα δέντρα
τα δέντρα είναι οι μόνοι φίλοι
η ψυχή μου πετάει στις φτερούγες των πουλιών
και το σώμα μου αλλάζει με τις φυλλωσιές
καθώς διασχίζω την αιωνιότητα.